Η ιστορία μας ταξιδεύει στη βόρεια Αυστραλία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν μια όμορφη Αγγλίδα αριστοκράτισσα κληρονομεί ένα αχανές ράντζο. Ντόπιοι μεγαλοκτηνοτρόφοι διεκδικούν τη γη που της ανήκει, ενώ εκείνη συμμαχεί με ένα σκληροτράχηλο και πεπειραμένο κτηνοτρόφο για να οδηγήσουν πάνω από 2.000 ζωντανά στις απέραντες εκτάσεις της πιο απομακρυσμένης γης. Εκεί έρχονται αντιμέτωποι με το βομβαρδισμό του Ντάργουιν από τις ιαπωνικές δυνάμεις, που είχαν επιτεθεί στο Περλ Χάρμπορ λίγους μήνες νωρίτερα.

Για να μη χανόμαστε σε μια υπόθεση που μας θυμίζει πολλά, ας προσπαθήσουμε να δούμε τι ακριβώς μας θυμίζει η ταινία. Η λαίδη Σάρα της Νικόλ Κίντμαν είναι η Κάθριν Χέμπορν από τη Βασίλισσα της Αφρικής του Χιούστον: φοράει τα στενά, σεμνά και ωραία της φουστάνια και πελαγοδρομεί, στεγνή και αψεγάδιαστη, μέσα στη σκόνη και στην κάψα της χώρας με την οποία τη συνδέει μόνο η γλώσσα - αν και δεν καταλαβαίνει τα περισσότερα λόγω της έντονης προφοράς. Όπως ακριβώς η Ρόουζ Σέγιερ της Αφρικής, ερωτεύεται έναν αγροίκο που τον έχει ανάγκη αλλά δεν το ομολογεί, παρά μόνο όταν αντιλαμβάνεται πως η δύναμή του είναι χρήσιμη και πιο ευγενής απ' ό,τι περίμενε. Η Άσλεϊ του Australia, μια φαντασμένη με αρετές και αίσθημα δικαιοσύνης, μένει χήρα αφού ο άνδρας της πεθαίνει κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες (μπορεί και να δολοφονήθηκε). Βαφτισμένη Σάρα, πρέπει να επιδείξει την πίστη και της υπομονή της βιβλικής συνονόματης μέχρι να αποκτήσει παιδί σε προχωρημένη ηλικία.

Στο μεταξύ, μετατρέπει το μακρινό, χτικιασμένο ράντσο που κληρονόμησε σε ένα οργανικό άντρο, ένα σύμβολο αυτονομίας και περηφάνιας, μια Τάρα, όπως και η Σκάρλετ στο επίσης επικό Όσα Παίρνει ο Άνεμος. Η σχέση της με τον κτηνοτρόφο Ντρόβερ (Χιού Τζάκμαν) είναι μια ψυχοκινηματογραφική μετάθεση της σαδομαζοχιστικής χημείας της Σκάρλετ Ο' Χάρα με τον Ρετ Μπάτλερ. Όταν ο Ντρόβερ νίβεται, χτενίζεται και ξυρίζεται για το μεγάλο πάρτι όπου εμφανίζεται με το στραβό χαμόγελο και το σηκωμένο φρύδι στην είσοδο εν έτει 1939 (τη χρονιά που πρωτοπροβλήθηκε τοΌσα Παίρνει ο Άνεμος), η σύγκριση είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Κι ενώ η αρχική τους συνάντηση γλίστρησε άκομψα σε ένα φαρσικό interplay που παρέπεμπε στο ξεχασμένο Welcome to the Whoop Whoopτου επίσης Αυστραλού Π.Τζ. Χόγκαν, ο τρόπος που διέσχισαν ερήμους, κοιλάδες και άγονες βουνοκορφές θυμίζει έντονα την περιπλάνηση του Λόρενς στη Αραβία - η Σάρα είναι πλέον ένα μπλεγμένο παζλ με το βλέμμα του Λόρενς, το πείσμα της Σκάρλετ και τη δύναμη της Ρόουζ.

Κάπου εκεί, στην καλύτερη στιγμή της ταινίας, η γυναίκα αυτή έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με την αγάπη που στερήθηκε, πλησιάζοντας το μικρό ορφανό, έναν μιγά (μισό Αβορίγινα, μισό λευκό), τραγουδώντας του γλυκά και ντροπαλά το μεγάλο σουξέ της εποχής, το κλασσικό Over the Rainbowαπό το Μάγο του Οζ. Γιατί αυτό το τραγούδι/νανούρισμα; Εκτός από τους στίχους του, που μιλάνε για την άλωση του απίθανου, του τόπου που συναντιέται το όνειρο με το ουράνιο τόξο, το φανταστικό Οζ ηχεί ακριβώς όπως και το χαϊδευτικό παρατσούκλι της Αυστραλίας, μιας ηπείρου εξαιρετικά μακρινής σε νοοτροπία αλλά αγγλόφωνης και γρήγορα αναπτυσσόμενης για τους αφέντες της εποχής εκείνης.

Η καρδιά του Λούρμαν χτυπάει ακριβώς εκεί, στην ντροπή που άργησαν δραματικά να ξεπλύνουν οι συμπατριώτες του: πριν και μετά τον πόλεμο, προσπάθησαν να εξαφανίσουν τους σπόρους της ανίερης για τα χρηστά και υποκριτικά ήθη σεξουαλικής ένωσης λευκών με ντόπιες γυναίκες, δημιουργώντας την περίφημη κλεμμένη γενιά των χαμένων παιδιών, πολλά από τα οποία δεν βρέθηκαν ποτέ για να επιστραφούν στις μητέρες τους. Η Σάρα προστατεύει τον Νάλα, το αγόρι που πονάει, σεβόμενη την κουλτούρα και την ατίθαση φύση του. Κι έτσι, μετά την ελαφρά κωμωδία, το ρομάντζο, το έπος, την περιπέτεια, όλοι μαζί (η ξένη, ο επίσημος άποικος και ο μικρός ντόπιος) πορεύονται στο πολεμικό δράμα της επίθεσης των λιμανιών από τους Ιάπωνες, άλλο ένα άγνωστο κεφάλαιο στην ιστορία της χώρας, μιας και οι περισσότεροι αγνοούν πως, αμέσως μετά το Περλ Χάρμπορ, τα μαχητικά του Άξονα επιτέθηκαν με μανία και στις ακτές της Αυστραλίας.

Οι φήμες λένε πως ο Λούρμαν γύρισε μερικά εναλλακτικά φινάλε μέχρι να καταλήξει σε αυτό που προτίμησε λίγες μέρες πριν από την έξοδο της ταινίας. Αν αυτή ήταν η τελευταία του λέξη, έπεσε έξω. Παραφούσκωσε μια ιστορία αγάπης με πολλά νοήματα και ακόμη περισσότερες κινηματογραφικές αναφορές, αφαιρώντας από την τρυφερότητα το δικαίωμά της να ανασάνει. Και το κλείσιμο της αυλαίας είναι ένα τραβηγμένο συνονθύλευμα κλισέ που προκαλεί θυμηδία και απορία. Σε όλες τις προαναφερθείσες ταινίες που ο σκηνοθέτης χαιρέτησε με θαυμασμό και αγάπη, το δράμα ήταν αυθεντικό και πρωτογενές - γεγονός που τους εξασφαλίζει αθανασία. Στο Australia, το παιχνίδι του σινεμά είναι ήδη φορεμένο, ακόμη και από το σινεμά του ίδιου του Λούρμαν στο πρόσφατο παρελθόν (δεν είχε καν το θάρρος να «σκοτώσει» κάποιον από τους πρωταγωνιστές του). Το remix του πάντα διατηρεί τη μεταμοντέρνα λογική της πειραγμένης επίδρασης των κλασικών καταβολών, ελλείψει μουσικής ωστόσο το ντελίριο που είχε ανάγει σε μπαρόκ αισθητική στο Moulin Rougeκαι στο Romeo and Julietκυλάει βαριά και βαρετά σε ένα προσωπικό του στοίχημα που πνίγεται σε μια θάλασσα συμβόλων της pop κουλτούρας. Οι σινεφίλ θα κουράσουν τα μάτια τους με το να τσεκάρουν πόσες φορές ο Λούρμαν τους κλείνει το μάτι με νόημα. Και οι λάτρεις του grand cinema ίσως να αναρωτηθούν πώς είναι δυνατόν να κρατήσουν ανοιχτά τα μάτια τους σε ένα έργο που το νόημα είναι τόσο δευτερεύον μπροστά σε ένα ασταμάτητο κλείσιμο ματιού.