Αυτό που κατάφερε εδώ ο Μπέρτον είναι να αποδώσει την τηλεοπτική λογική της καθημερινής σειράς, δηλαδή κάποια κοντινά πλάνα που σηματοδοτούν το ύφος του μελοδραματικού «σαπουνιού», σε συνδυασμό με μια ρομαντική ιστορία, διανθισμένη με κιτς διαλόγους και ηθελημένα περιορισμένη (ως και κακή) υποκριτική. Με την τρυφερότητα του ο Μπέρτον έχει δείξει και στο παρελθόν πως το κακό σινεμά, όπως εκείνο του Εντ Γουντ, ξέρει να το μεταχειρίζεται ως ένα μέσον εμβάθυνσης στους χαρακτήρες. Ο σκηνοθέτης Εντ Γουντ με τον πρόθυμο θίασο του, και ειδικά τον Μπέλα Λουγκόσι, δεν ήταν απλά αντικείμενα κακοτεχνίας και φολκλόρ αλλά αξιαγάπητοι περιθωριακοί με αδυναμίες κι εκρήξεις πάθους και αυτοθυσίας. Ο Μπάρναμπας Κόλινς, γυναικάς και εστέτ, τιμωρήθηκε για την απόκρουση του έρωτα μιας μάγισσας. Διακόσια χρόνια αργότερα προσγειώνεται στην πραγματικότητα των πολύ παράξενων ’70s και προστατεύει τη μακρινή του οικογένεια, ψάχνοντας πάντα την αληθινή του αγάπη στο πρόσωπο μιας συντηρητικής κοπέλας - την υποδύεται η Αυστραλή Μπέλα Χίθκοουτ, που και η ίδια ξεκίνησε από μια καθημερινή σαπουνόπερα στη χώρα της. Πάντα χαριτωμένος κι έτοιμοςνα δοκιμάσει τα πάντα, ο Τζόνι Ντεπ έχει ξεπεράσει την περίοδο που πόζαρε για τον Τιμ Μπέρτον κι έμενε στη μεταμόρφωση. Έχει μάθει να ψάχνει το βαθύτερο νόημα των χαρακτήρων, χωρίς να χάνει το χιούμορ και την αίσθηση της ανατροπής. Στο παλιό (και παλιακό) σίριαλ, που είναι άγνωστο εκτός Αμερικής, κυριαρχούσε μια φτηνή, γοτθική σοβαρότητα. Στην ταινία ο Μπέρτον επιχειρεί ένα συνεχές mix and match, εναλλάσσοντας επιτηδευμένο ερασιτεχνισμό με δημιουργική χρήση των συμβόλων της ρομαντικής αγάπης και της βαμπιρικής κινηματογραφικής μυθολογίας. Οι λεπτομέρειες, ωστόσο, κάθε άλλο παρά δηλώνουν ένα ερασιτέχνη: ο Ντεπ χρησιμοποιεί τα νύχια του ως προπομπό ενός πλάσματος που σκανάρει διά της αφής αντικείμενα και ανθρώπους πριν πλησιάσει πραγματικά, και το εμβρόντητο βλέμμα του, ένα κράμα αηδίας και περιέργειας, συντονίζει το πάντρεμα του 1770, όπου ανήκει, και του 1970, όπου αναγκάστηκε να ξυπνήσει από τον επώδυνο εξοστρακισμό του. Τα σκηνικά είναι παραμυθένια, η λογική τηλεοπτική, το πνεύμα ρομαντικό και η αίσθηση πλακατζίδικη, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε από τις ατάκες ανάμεσα στον Ντεπ και στην Κλόι Μορέτζ, την οποία θεωρεί πορνίδιο, αδυνατώντας να κατανοήσει την ψυχεδελική φύση της νεαρής γυναίκας στην εποχή της χειραφέτησης, την πολλαπλή ανάγνωση της παρουσίας του απαράλλαχτου Ντόριαν Γκρέι του σατανικού ροκ, Άλις Κούπερ, της σκηνής με τους χίπηδες που πίνουν με τον αλλόκοτο δανδή και την πατάνε από την ντάγκλα και το χάσιμο. Με λίγα λόγια, ο Μπέρτον συνήλθε από την αδυναμία του να μεταφράσει το καλειδοσκοπικό σύμπαν της Αλίκης στο σινεμά (βέβαια, οι αστρονομικές εισπράξεις τον δικαιώνουν) κι επανήλθε σε γνώριμα νερά με κέφι και φαντασία, μια πρόκληση στο καλό γούστο, ένα πονηρό σχόλιο στην αμερικανική επιχειρηματικότητα και στον καταστροφικό καπιταλισμό, στην ουσιαστική ισότητα των φύλων, και ταυτόχρονα μ’ ένα διασκεδαστικό love story με ήρωα έναν μαγεμένο Δράκουλα που δύσκολα θα βρει την ευτυχία και την ησυχία του.
abebablom
Αναφορά
| Μόνιμος σύνδεσμος |
- Facebook
- Twitter
- E-mail
1