Μετά από δύο πολύ αποτελεσματικά αντιπολεμικά φιλμ, την «Κυρία Μίνιβερ» και τα «Καλύτερα χρόνια της ζωής μας», που του χάρισαν ισάριθμα Όσκαρ σκηνοθεσίας, και την εθελοντική του στρατολόγηση εναντίον των ναζί, ο Γουίλιαμ Γουάιλερ άφησε πίσω του τη δεκαετία του ’40 με ένα ασυνήθιστο για τα θεματικά του ενδιαφέροντα αλλά και το στυλ του αστυνομικό θρίλερ, το παραγνωρισμένο «Detective Story» με τον Κερκ Ντάγκλας και την Έλινορ Πάουελ (και τη φοβερή Λι Γκραντ στο ντεμπούτο της) και το μάλλον ξεχασμένο «Carrie», με σπουδαία ερμηνεία του Λόρενς Ολίβιε, τον οποίο είχε πρωτογνωρίσει στα χολιγουντιανά ξεκινήματά του, στα «Ανεμοδαρμένα Ύψη». Για οποιονδήποτε άλλον, μια απόπειρα στη ρομαντική κομεντί θα ήταν χαλαρωτική παρένθεση, όχι όμως για τον τελειομανή Γερμανό, τον «Γουίλι των 40 λήψεων», όπως τον αποκαλούσαν, λόγω της εμμονής του για το κάτι παραπάνω που έπαιρνε με νεύρα και προσβολές, αν δεν το διέκρινε στους ηθοποιούς του.
Κι ενώ βρισκόταν στη Ρώμη το 1951 για να τσεκάρει τις εξωτερικές τοποθεσίες και να προετοιμάσει τα γυρίσματα του «Roman Ηoliday», που θα πραγματοποιούνταν εξ ολοκλήρου στην Αιώνια Πόλη (κανένα πρόβλημα, το «Hell’s Heroes», η πρώτη αμερικανική ομιλούσα ταινία εκτός στούντιο στην έρημο Μοχάβε ήταν δική του, και μάλιστα τη σκηνοθέτησε σε ηλικία 27 ετών!), και έχοντας δεχθεί την άρνηση του Κάρι Γκραντ να παίξει τον ρόλο του Αμερικανού δημοσιογράφου και της Ελίζαμπεθ Τέιλορ, όπως και της Τζιν Σίμονς, για το αβανταδόρικο κινηματογραφικό πορτρέτο της νεαρής και όμορφης πριγκίπισσας, έλαβε ένα μεγάλο δώρο από τον φίλο του, τον κινηματογραφιστή Θόρολντ Ντίκινσον: το screen test της αυστρο-ουγγρο-ολλανδικής καταγωγής, γεννημένης στις Βρυξέλλες, μεγαλωμένης σε μια κωμόπολη του Βελγίου και μετέπειτα στο Κεντ της Αγγλίας, προνομιούχου και κοσμοπολίτισσας Όντρεϊ Χέπμπορν, χορεύτριας και εκκολαπτόμενης ηθοποιού.
Ακολουθώντας την αλάνθαστη διαίσθησή του, αλλά και την αναμφισβήτητη αυτοπεποίθηση που τον διέκρινε σε όλη του την καριέρα, ο Γουάιλερ έδειξε το «πρόμο» σε ανώτερα στελέχη της Paramount με ισχυρές συστάσεις από τον ίδιο και προχώρησε στο υπολογισμένο ρίσκο να προσλάβει μια άγνωστη που είχε δοκιμαστεί σε ρολάκια μικρών ευρωπαϊκών ταινιών για ένα τεράστιο αγγλόφωνο ντεμπούτο τόσο αρμονικά προσαρμοσμένο στις δυνατότητες και την προσωπικότητά της που ο ίδιος έσπευσε να δηλώσει πως «μόνο η Γκάρμπο, η άλλη Χέπμπορν, και ίσως η Μπέργκμαν διαθέτουν αυτήν τη σπάνια ποιότητα μπροστά στον φακό, και δεν θα την αφήσω να μου ξεφύγει», ενώ ο πάντα ιπποτικός Γκρέγκορι Πεκ, που έκανε θαυμάσια δουλειά στην ταινία, ζήτησε ισάξια θέση στη μαρκίζα για τη συμπρωταγωνίστριά του, ήδη εν μέσω γυρισμάτων, ακόμη και αν το συμβόλαιό του προέβλεπε αποκλειστικά το δικό του όνομα πάνω από όλων των υπολοίπων.
Μαέστρος στα δεσίματα των σκηνών και της αξιοποίησης του κινηματογραφικού χωροχρόνου, ο Γουάιλερ μετέτρεψε ένα παραμύθι σε μια αφοπλιστικά γοητευτική αισθηματική και με τον τρόπο της δραματική κομεντί για την εμπορευματοποίηση των σχέσεων, σε ένα ρομάντσο που εύκολα θα κυλούσε στον κυνισμό ή την μπαλαφάρα, σε ιστορία αγάπης με πιστευτές ανθρώπινες αντιδράσεις πίσω από τα πολλά απρόοπτα αλλά και με τις απαραίτητες αποχρώσεις που τόσο λείπουν από το είδος. Παραδόξως, οι «Διακοπές στη Ρώμη» λειτουργούν χωρίς να ψάχνουν απελπισμένα τη χημεία ανάμεσα στον Πεκ και τη Χέπμπορν (δεν ταιριάζουν ακριβώς, αλλά αυτή είναι η χάρη της παρεξήγησης που χτίζουν με συνεχή διαφορά φάσης) και καταλήγουν μια γλυκόπικρη έως σκληρή παραβολή απωθημένου έρωτα που εμπεριέχει σκληρότητα και στέρηση: ο ανταποκριτής ξένου Τύπου, ψιλορεμάλι χωρίς σκοπό και κίνητρο, είναι άφραγκος και νομίζει πως βρήκε το λαβράκι που επιτέλους θα τον στείλει μακριά από το αδιάφορο επαγγελματικό του πόστο, η πριγκίπισσα είναι ένα όμορφο πιόνι που την περιφέρουν για διακρατικές δημόσιες σχέσεις και την ποτίζουν ναρκωτικά για να μην υστεριάζει από την κούραση και την ανία, και το διάλειμμά της απειλείται συνεχώς με διαπόμπευση ή σύλληψη ‒ μια Νταϊάνα στα σπάργανα. Με την καλαισθησία του, ο Γουάιλερ αποφεύγει ακόμη και το προφανές κλισέ της ταξιδιωτικής περιήγησης σε μια τόσο φωτογενή πόλη. Ένα ολόφρεσκο, ζωντανό μνημείο όπως η μινιόν Άνα της Χέπμπορν κοντράρει τις επιβλητικές ομορφιές της Ρώμης και βγαίνει θριαμβεύτρια στη νυσταγμένη βραδινή της απόδραση και στην ολόφωτη πρωινή της περιπέτεια με την πασίγνωστη σκηνή πάνω στη βέσπα.
Το σενάριο του Ντάλτον Τράμπο τιμήθηκε με το βραβείο της Ένωσης Σεναριογράφων και με το Όσκαρ, αν και ο ακυρωμένος από τον Μακάρθι σεναριογράφος δεν χάρηκε τη στιγμή ‒ ο Ίαν Μακλίλαν Χάντερ «έκανε βιτρίνα», όπως συνηθιζόταν, για να μη δημιουργηθεί πρόβλημα, ώσπου «απαγορεύθηκε» κι εκείνος μερικούς μήνες αργότερα. Η Ίντιθ Χεντ κέρδισε επίσης Όσκαρ Κοστουμιών, το πέμπτο από τα οκτώ της, βασικά για ένα ρούχο, την ψηλόμεση φούστα με το λευκό πουκάμισο, μια υπέροχη ιδέα για να περάσει από τις άμωμες στολές της υψηλοτάτης σε κάτι φαινομενικά πρόχειρο και σίγουρα κοριτσίστικο που τόνιζε και κολάκευε τις ίσιες γραμμές του πρώτου ίσως it girl της μεταπολεμικής εποχής. Νέα και ξωτική, η 23χρονη προκάλεσε το κομψότερο μπαμ της δεκαετίας που εν μέρει της ανήκει και κορυφώθηκε το 1961 με το «Πρόγευμα στο Τίφανι», κυρίως στην Ευρώπη, όπου τα pin-ups δεν είχαν την ίδια ανταπόκριση με την Αμερική (η Μπέτι Γκρέιμπλ ποτέ δεν έπιασε, για παράδειγμα) και οι «Διακοπές στη Ρώμη» έσκισαν σε εισπράξεις. Η Όντρεϊ Χέπμπορν συμβόλιζε τη φινέτσα κόντρα στις ατελείωτες καμπύλες και μαζί την ανάγκη της σύγχρονης γυναίκας να αρέσει στον εαυτό της αντί να υποχρεούται να προκαλεί τους άνδρες για να τους κατακτήσει, και ταυτόχρονα να αντικειμενοποιείται άμα τη εμφανίσει ‒ αν και, ρεαλιστικά, ελάχιστες ήταν τόσο αδύνατες όσο η Χέπμπορν, η οποία απέσπασε άνετα το Όσκαρ α’ γυναικείου ρόλου στην αρχή μιας θρυλικής και σχετικά σύντομης καριέρας.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0