Ένα φρέσκο εποχής, με άριστη καλλιτεχνική διεύθυνση (από τον Άρη Σταύρου που φώτισε, και τον Δαμιανό Ζαρίφη που έδωσε όγκο), λειτουργική και αρμόζουσα μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου, αλλά άνιση διεύθυνση ηθοποιών και προβληματική πλοκή, που θολώνει την ταινία με το εκτεταμένο voice over.

Η ταινία El Grecoείναι μαγκωμένη ανάμεσα στην εμμονή και την τεχνική του σκηνοθέτη και διευθυντή φωτογραφίας Γιάννη Σμαραγδή. Η έντονη ανησυχία του είναι να αποδώσει το μεταφυσικό, το φως που συγκίνησε τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο και την πνευματική ορμή που τον κίνησε από την Κρήτη πρώτα στη Βενετία και μετά στην Ισπανία, όπου μεγαλούργησε περνώντας (εν μέρει μυθιστορηματικά στημένες) περιπέτειες με την Ιερά Εξέταση. Από την άλλη, ως ντοκιμαντερίστας, ο Σμαραγδής δεν έχει την ευχέρεια να απεμπλακεί με ευκινησία από το σκόπελο (όπως αποδεικνύεται) να εισάγει και να αναπτύξει ένα σωρό χαρακτήρες, πράξεις και ιστορικά γεγονότα, χωρίς να καταφύγει στην προφανή λύση της αφήγησης σε μορφή voice over. Το ίδιο είχε κάνει και στον Καβάφη, μόνο που εκεί θεωρώ πως το κινηματογραφικό εφεύρημα πέτυχε, μιας και επέλεξε να αφήσει σιωπηλό το συγγραφέα και να τοποθετήσει τις σκέψεις του σε ένα προφορικό επίπεδο. Άλλωστε, ο Καβάφης ήταν ποιητής, και ο λόγος του έχει μια ιδιαίτερη βαρύτητα. Η ταινία εκείνη ήταν πιο εσωστρεφής και ιμπρεσσιονιστική. Η συγκεκριμένη επιλογή, αν και ελαφρώς εκκεντρική, συνιστούσε ματιά και λύση. Δεν είναι εξάλλου κι εύκολο πράγμα να αποδώσεις το βίο και την πολιτεία ενός αινίγματος. Ο Θεοτοκόπουλος είναι διαφορετική περίπτωση, και ο Σμαραγδής τον χειρίστηκε πιο βατά, αλλά δεν βρήκε τον τρόπο να ισορροπήσει ανάμεσα στο άρρητο του πνεύματος και τη σωρεία των επεισοδίων που την καθόρισαν ως τέτοια.

Στο νευραλγικό τομέα της εικόνας τα πήγε περίφημα. Και δεν εννοώ απλά την ωραία φωτογραφία, τους χώρους και τα σωστά κοστούμια. Το μισό στοίχημα εξετελέσθη με έμπνευση: η ταινία αλλάζει διάθεση ανάλογα με την περίοδο στη ζωή του, τους τόπους που διέμεινε, και τα στάδια της καλλιτεχνικής του μόρφωσης. Το ξεκίνημα στην Κρήτη είναι γκρίζο και απειλητικό, προσπαθώντας να δώσει το γενικότερο κλίμα της αντιπαλότητας των αντιστασιακών ντόπιων με τους Βενετσιάνους κατακτητές. Το στούντιο του Τιτσιάνο στην Ιταλία είναι βγαλμένο από τα χρώματα και το στιλ του, και δίνει τον τόνο της ενδιάμεσης, μεταβατικής περιόδου, και, μάλιστα, με το παιχνίδισμα του Σωτήρη Μουστάκα στο ρόλο του Ιταλού ζωγράφου μπορεί ελεύθερα να παραλληλισθεί με το κίνημα του μανιερισμού. Στην Ισπανία έχουμε ένα ρεσιτάλ εικαστικής απόδοσης της τεχνοτροπίας του Γκρέκο, που βοηθάει τα μέγιστα στην ατμόσφαιρα και την κατανόηση της εσωτερικής του πάλης και των συνθηκών που τον οδήγησαν να είναι ο μεγάλος ζωγράφος, εκεί και τότε. Κάθε πρόσωπο είναι φωτισμένο ανάλογα με το ειδικό του βάρος και τη σημασία του. Ο ιεροεξεταστής Ντε Γκεβάρα, σχεδόν ασπρόμαυρος και στη συνέχεια δαιμονικά υπόλευκος με σκιάσεις του μπλε, σχεδόν φασματικός, έρχεται σε κόντρα με τις μεταπτώσεις στο πρόσωπο του Γκρέκο, ο οποίος μεταμορφώνεται πότε σε γήινο οικογενειάρχη από την Κρήτη και πότε σε obsessed εργαλείο που ερμηνεύει οραματικά τους ανθρώπους που καλείται να απεικονίσει. Τα έντονα μπλε και κόκκινα χρώματα, δηλωτικά του μινωικού αταβισμού του, χρησιμοποιούνται σαν κρητικά όπλα που σπέρνουν συγκίνηση στον καμβά. Ακόμη και ο Λάκης Λαζόπουλος, σε έναν επαρκέστατο ρόλο, παίζει ένα βοσκό, τη σκιά του Γκρέκο, και φωτογραφίζεται σαν σκιά, έχοντας πάρει την εντολή να μη κινείται πολύ, σαν προστατευτικός βράχος.

Εκτός από τον όγκο της παραγωγής, το γεγονός πως είναι έργο εποχής, εποχών, πολλών χωρών και ρόλων αλλά και προφορών (ακόμη κι αν δεχτούμε την επικρατούσα σύμβαση του αγγλόφωνου μέσου όρου ομιλίας), ποιο είναι το σήμα της ταινίας; Όπως λέει και ο υπότιτλος, ο επώδυνος θρίαμβος του φωτός πάνω στο σκότος. Σε σχέση με τα ποσοτικά ζητήματα, η φιλοδοξία του El Greco σε αυτό το κομμάτι είναι τεράστια, σχεδόν ανυπέρβλητη. Ο Σμαραγδής θέλησε να συγκεκριμενοποιήσει την ιστορία του Θεοτοκόπουλου και να ορίσει το κρίσιμο τελευταίο κομμάτι της ανακεφαλαίωσης μέσα από τη σύγκρουσή του με τον Γκεβάρα. Εκεί βλέπουμε την υστέρηση. Ανοιχτός και ολοκληρωμένος, ο χαρακτήρας του ιεροεξεταστή είναι διαυγής και ευθύβολος στα διλήμματά του και στην επώδυνη σχέση του με τη ματαιοδοξία και το θρησκευτικό παραλήρημα - ένας ιερωμένος που πρέπει να ενδυναμώσει την καθολική πίστη μπροστά στη λαίλαπα του επερχόμενου προτεσταντισμού. Ερμηνευτικά, ο Χουάν Ντιέγκο Μπότο είναι ό,τι καλύτερο διαθέτει η ταινία. Ο Γκρέκο όμως φτάνει σε μας μπερδεμένος και φορτωμένος στο κρίσιμο συμπέρασμα. Είναι και ενοχικός Κρητικός και πολιτογραφημένος Ισπανός, γεννημένος καλλιτέχνης που ζητάει την επιβεβαίωση, αντιεξουσιαστής με απωθημένα, σύζυγος και πατέρας, γιος και αδελφός που ανήκει σε μια οικογένεια που θεωρεί ότι δεν τίμησε όσο έπρεπε. Ο Νικ Άσντον φωνάζει, οργίζεται, απολογείται, αλλά η αφήγηση έχει υπερκαλύψει τα κίνητρά του και τα έχει αποδυναμώσει συγκινησιακά, φέρνοντάς τον συχνά σε μια υποκριτική αμηχανία. Ο Βρετανός ηθοποιός είναι καλός (αν και είναι ακριβέστερο να πούμε φιλότιμος) στο μέτρο που ψάχνει, σαν τον Γκρέκο, να βρει τη μεταφυσική εξίσωση της πολυδιάστατης φύσης του, καθώς και το γήινο απάγκιο, την προσωρινή φιλοξενία στην υπαρξιακή του οργή. Ο Σμαραγδής έξυπνα τοποθετεί τη μεσσιανικά σεπτή φιγούρα του ανάμεσα σε μια Μαντόνα που επέλεξε ως γυναίκα της ζωής του, χωρίς να την παντρευτεί, και σε μια Μαγδαληνή (τη Δήμητρα Ματσούκα) που ερωτεύθηκε πριν το ραντεβού του με τη μεγαλοσύνη. Ήταν ανάγκη όμως να εφεύρει μια ολωσδιόλου περιττή συνάντησή της με τον Ντε Γκεβάρα; Ήταν ανάγκη, επίσης, να κάνει μια αγιογραφία του αγιογράφου που έγινε ένας τεράστιος ερμηνευτής της τρικυμιώδους εποχής της χριστιανικής πίστης; Ήταν, τέλος, ανάγκη, να υπερτονίσει την ελληνικότητα ενός ανθρώπου που μέσα από την ταινία φαίνεται πως ξεκίνησε από την Ελλάδα, υπέγραφε πεισματικά ως Θεοτοκόπουλος και παρέμεινε, παρά τις μετακινήσεις και τις ηθικές παλινωδίες, Έλληνας, βαθιά ριζωμένος στην αντάρα που τον γέννησε και τη φύση που του προσέφερε το πολύτιμο δώρο της θεϊκής διαλεκτικής; Σε πολλά σημεία φαίνεται πως η πρόθεση ήταν στα πρότυπα του κλασικού μέτρου και στο πνεύμα μιας εξιδανικευμένης οικουμενικότητας, μακριά από το απεχθές στίγμα του μεγαλοϊδεατισμού. Η προσέγγιση ωστόσο ήταν μπαρόκ και μελοδραματικά ετεροχρονισμένη.