Μαέστρος στα πολυπρόσωπα αστυνομικά, τη συμφωνική βία, τα μουσικά πορτρέτα και τα ντοκιμαντέρ του για τον κινηματογράφο, ο Μάρτιν Σκορσέζε δεν έκρυψε ποτέ την απεριόριστη περιέργειά του για το μέσο που υπηρετεί με την ορμητικότητα μικρού παιδιού εδώ και τόσα χρόνια. Το πρόσφατο  Νησί των Καταραμένων ανανέωσε την ατζέντα με τα είδη με τα οποία έχει καταπιαστεί. Με το Hugo ξεπερνάει τον εαυτό του. Συνδυάζει όλες τις αρετές του και υπογράφει το αριστούργημά του - γνωρίζω πως οι φανατικοί θαυμαστές θα διαφωνήσουν, αλλά αυτή η ταινία τα έχει όλα και είναι κατάλληλη! Με τίποτε δεν μιλάμε για παιδική, ούτε καν οικογενειακή ταινία. Ο ήρωας είναι πιτσιρίκος, το θέμα είναι ο ανεκπλήρωτος σκοπός του, το σκηνικό μας πάει πίσω στο Παρίσι του ’30 και το κλειδί είναι ο σκαπανέας της επιστημονικής φαντασίας Ζορζ Μελιές, ένας γεράκος που ο Χιούγκο συναντά στον σιδηροδρομικό σταθμό όπου κρύβεται. Ο πατέρας του μικρού έχει πεθάνει κι ένα πρώιμο ρομπότ, ένα ανθρωπόμορφο, αυτόματο μηχάνημα που χάσκει, αδρανές και μυστηριώδες, κρύβει ένα μυστικό με τη λειτουργία του. Ο Χιούγκο ρωτάει συνεχώς για να μάθει, αναρωτιέται αν ένα κλειδί σε σχήμα καρδιάς έχει σχέση με τον πατέρα του, ο Μελιές δεν μιλάει (το παρελθόν τον βασανίζει και η πίκρα της απόρριψης τον έχουν σκληρύνει) και η ανιψιά του βοηθάει τον Χιούγκο να βρει τις λεπτομέρειες, σκαλίζοντας το παρελθόν. Είναι απίστευτο αυτό που έχει καταφέρει ο Σκορσέζε με το τρισδιάστατο. Η δημιουργική στερεοσκοπική φωτογραφία δίνει βάθος στον χώρο και ένταση κι ευαισθησία στους χαρακτήρες, όπως ακριβώς ο χορός στην Πίνα Μπάους του Βέντερς ξεδιπλώθηκε με πρωτόγνωρη χάρη και δύναμη ανάμεσα στο πανί και τον θεατή. Ο Σκορσέζε πραγματεύεται τη μαγεία στο σινεμά, αποτίνει φόρο τιμής σ’ έναν οραματιστή που εφηύρε νέα γλώσσα με τη φιλομάθεια και τη επινοητικότητά του και σκορπάει μαγεία, φρεσκάροντας το ήδη κατακτημένο του συντακτικό στο ιδίωμα που λατρεύει και σκαλίζει συνεχώς. Απολαμβάνει το κινηματογραφικό αυτό ταξίδι στον αιώνα του σινεμά, γεφυρώνει την προϊστορία με το σήμερα και μεταδίδει στον θεατή μια αβίαστη κι εξόχως διαλεκτική διασκέδαση ανάμεσα στη ζωή και την αναπαράστασή της μέσω της τέχνης, χωρίς εκπαιδευτικές κορώνες. Η καλλιτεχνική διεύθυνση του Ντάντε Φερέτι (για Νόμπελ, όχι απλώς για Όσκαρ) χτίζει έναν κόσμο ονειρικό και πολυ-αναφορικό, δημιουργώντας διαρκώς ευκαιρίες στο σενάριο να κινηθεί προς πάσα κατεύθυνση: αυτή είναι η διαφορά της πραγματικά καλλιτεχνικής διεύθυνσης από μια κατασκευή σκηνικού ή  εξεύρεση εξωτερικού χώρου. Η μοναξιά, η ορφάνια, ο χαμένος πατέρας, η λαχτάρα της πατρικής φιγούρας στο πρόσωπο του μέντορα που εμπνέει, η δίψα για μάθηση, το αξέχαστο «τίναγμα» που σου προκαλούν η ανακάλυψη και το κυνήγι της πρωτιάς, το δέος μπροστά στο θέαμα, η επιμονή σ’ ένα όνειρο, το πείσμα και η πίκρα, ο χρόνος που θάβει, αλλά μπορεί να δικαιώσει, όπως στην περίπτωση του Μελιές, που αναγνωρίστηκε από έναν θεωρητικό του κινηματογράφου, είναι μερικά μόνο από τα ταχυδακτυλουργικά που βγάζει από το καπέλο του ο πρόθυμος οικοδεσπότης Μάρτι στο Hugo. Το Hugo είναι ένα πάρτι σινεφιλίας που προτάθηκε για 11 Όσκαρ, αλλά βρίσκεται μπροστά στο νοσταλγικό οτομοτρίς που λέγεται Artist και θα πρέπει, όπως ο Μελιές, να περιμένει τον χρόνο για να παρασημοφορηθεί, όπως του αξίζει.