Ένα στόρι του Τζέιμς Ελρόι στα χέρια ενός άπειρου σκηνοθέτη χωρίς γούστο και γνώση καταντάει μια συμπλοκή από πολλά γεγονότα και δυστυχώς ένα ρεσιτάλ κακών ερμηνειών.

Η φάτσα του Κιάνου Ριβς είναι δίχως άλλο μοναδική όταν κάποιος ξέρει να την κλέβει και να μη την ενώνει με τον ακατέργαστο πρωτογονισμό που αποπνέει η σκέψη και η εκφορά. Και από βλέμμα, το κενό. Ακόμη και σε αυτήν την ταινία, όπου καλείται να υποδυθεί έναν μπρούτο μπάτσο, που τα έχει βρει σκούρα μετά το θάνατο της γυναίκας του και δέχεται και δεύτερο χτύπημα όταν ο καλός συνάδελφός του πέφτει θύμα μιας δολοφονίας που φαίνεται πως έχει σκοτεινά κίνητρα, περπατάει από το α μέχρι το β του ρόλου σαν παιδάκι που δεν έχει ιδέα ποιος είναι ο σκοπός και το μέσον της διαδρομής.

Ο Τομ Λάντλοου είναι ο φορέας του μηδενισμού του Ελρόι, αλλά ακόμη και στον πάτο υπάρχει πάντα μια πιθανότητα επιστροφής σε ένα σύστημα διεφθαρμένο και πληγωμένο από τις απανωτές προδοσίες και την έλλειψη εμπιστοσύνης. Η αστυνομία του Λος Άντζελες είναι και εδώ το σκηνικό, αλλά η Εξουσία της Νύχτας δεν διαθέτει την αίσθηση του νοσταλγικού (Λος Άντζελες Εμπιστευτικό) ή του γοτθικού νουάρ (Μαύρη Ντάλια) που προσέθεσαν στην πλούσια πλοκή ο Χάνσον και ο ΝτεΠάλμα αντίστοιχα. Ο βετεράνος προσπαθεί να μαντέψει τις κινήσεις του μαύρου προσώπου της νύχτας, των κακοποιών που έχει πολεμήσει ή που γνωρίζει πως δρουν στους κόλπους του σώματος που υπηρετεί μυστικά και άχαρα, κάτω από τις οδηγίες του αινιγματικού Γουίνερ (ο Φόρεστ Γουίτακερ δίνει την εντύπωση πως βρίσκεται σε ένα κράμα σεξπιρικής τραγωδίας και δικαστικού δράματος, όπου υποδύεται έναν υπογείως ψυχοπαθή δικαστή-βασιλιά, εντελώς εκτός τόπου και χρόνου, σε βαθμό σπιλωτικό για την καριέρα του, για να μη λέμε μόνο για τον Ριβς).

Αναποφάσιστη και μηχανική, ηΕξουσία της Νύχταςκινείται με τη βιωματική συμπεριφορά ενός μυθιστορήματος του Ελρόι, εννοώντας πως με τα χρόνια, όλοι, ακόμη και ο σκηνοθέτης Άγιερ, έχουμε καταλάβει τον εσωτερικό ρυθμό των ιστοριών, από τις βασισμένες σε έργα του ταινίες που έχουμε ήδη δει. Η συγκεκριμένη, μια εξερεύνηση της γκρίζας αλλά καθόλου λεπτής ζώνης ανάμεσα στη διαφθορά και την αδελφότητα, μιλάει για τη χαμένη τιμή μιας στιγματισμένης τάξης αγγέλων του νόμου, από τη σκοπιά ενός νυχτοφύλακα των πολιτών, που έχει αναλάβει τη βρόμικη δουλειά του ξεβρομίσματος, αλλά είναι και αρκετά σκληρός για να πεθάνει όταν το θελήσουν οι εχθροί του.

Ένα μπερδεμένο γουέστερν πόλης γίνεται προσωπική βεντέτα για ένα ρόλο και αποτυγχάνει, αφού ποντάρει στη μονοδιάστατη επέλαση του Ριβς και σε ένα βεβιασμένο σερί από κάκιστες τελικές σκηνές, πριν από την αναμενόμενη έξοδο.