Όλα ξεκίνησαν όταν το γερμανικό δίκτυο Arte ζήτησε από τη Λόρι Άντερσον να κάνει μια ταινία με θέμα τη φιλοσοφία της ζωής της και τις απόψεις της. Αρχικά, φρίκαρε με την ιδέα, θεωρώντας την άκυρη με το καλημέρα, αλλά σταδιακά ξεκίνησε με μια κανονική χαρτογράφηση της σκέψης και των μικρών ιστοριών που θα περιλάμβαναν τη γενικότερη στάση της απέναντι στην κοινωνία και την τέχνη και θα ενσωμάτωναν αυτό που η ίδια απεχθάνεται να αποκαλεί multimedia, δηλαδή το ασύγκριτο ταλέντο της να ανακατεύει οπτικές και αναπαραστατικές τεχνικές με τη μουσική της. Και υπέγραψε την Καρδιά του σκύλου, ένα μωσαϊκό με αρχή, μέση και τέλος, όχι απαραίτητα σε αυτήν τη σειρά, ένα ντοκιμαντέρ με τρυφερές αναμνήσεις και καυστικά πολιτικά σχόλια, αποσπάσματα από την καθημερινότητά της, με την παρουσία φίλων και γειτόνων της όπως ο Τζούλιαν Σνάμπελ και συμπρωταγωνίστρια την αγαπημένη της σκυλίτσα, Λολαμπέλ – θαυμάστε την να παρακολουθεί, ατάραχη και συγκεντρωμένη, την Άντερσον με τον Λου Ριντ, στο πνεύμα του οποίου αφιερώνει την ταινία, να δίνουν συνέντευξη στον Τσάρλι Ρόουζ, στο YouTube. Δεν είναι μια ταινία για τη Λόλαμπελ, αλλά μαζί της, μέχρι εκείνη να περάσει στο στάδιο του bardo, τη φάση της αναγέννησης κατά τους Βουδιστές. Επισημαίνω τον λυρισμό, γιατί η εγκεφαλικότητα της δισκογραφίας της και η φαινομενικά ψυχρή της παρουσία στα shows και τα βιντεοκλίπ μας κάνει συχνά να ξεχνάμε την ανθρωπιά και την ομορφιά που μεταφέρει η Λόρι Άντερσον στις οπτικές και μουσικές συνθέσεις της.

 

Η καρδιά της Άντερσον παραμένει ατόφια, η ιδιοσυγκρασία της ακέραια και το multimedia μυαλό της ακονισμένο και ενδιαφέρον, ακόμη κι όταν κάποιες στιγμές χάνεται σε δαιδάλους πληροφοριών και αφήγησης.

 

Στην Καρδιά του Σκύλου το κινηματογραφικό αποτέλεσμα ξεπερνάει τα στενά όρια του ντοκιμαντέρ ή της προσωπικής εξομολόγησης και αγγίζει την ποίηση με εικόνες και ήχους, χωρίς να χάνει τον στόχο της, και σίγουρα μένοντας μακριά από υπέροχες, μεμονωμένες αστοχίες, όπως το τανγκό με τον Μπάροουζ στο Home of the Brave ή η ίδια με τον ηχοδιαθλασμένο κλώνο της (ο Φένγουεϊ Μπέργκαμοτ;) στο What you mean we?, οι γνωστότερες από τις πειραματικές της απόπειρες στα '80s. Ωστόσο, η καρδιά της Άντερσον παραμένει ατόφια, η ιδιοσυγκρασία της ακέραια και το multimedia μυαλό της ακονισμένο και ενδιαφέρον, ακόμη κι όταν κάποιες στιγμές χάνεται σε δαιδάλους πληροφοριών και αφήγησης. Και ο στόχος της, που προανέφερα, είναι να μοιραστεί τον προβληματισμό της για την κοινωνική πραγματικότητα μετά το 9/11, όπως εκείνη την αντιλαμβάνεται, να εκμυστηρευθεί με ειλικρίνεια ακόμη και άβολα πράγματα (δεν αγάπησε ποτέ τη μητέρα της, για παράδειγμα) και να μας παρακινήσει να αισθανθούμε μύχια και να εκφραστούμε ελεύθερα, αλλά να μην υποκύψουμε στη λύπη, γιατί θα μας κυνηγήσει και, αργά ή γρήγορα, θα μας βρει – το απαγορεύει και η θρησκεία της άλλωστε... Σε μια ταινία για την αγάπη και τον θάνατο, η Λόρι Άντερσον λέει πολλά, με ζωηράδα και χιούμορ, αλλά αρνείται να δώσει τη χαριστική βολή, παραδίδοντας, όπως συνηθίζει, ένα ακόμη ημιτελές έργο. Μακάρι να είχαμε κι άλλα τέτοια ανολοκλήρωτα φιλμ...