Η απόκλιση των εσχατολογικών περιπετειών του Ρόλαντ Έμεριχ, στο ύφος της επιστημονικής (Ημέρα Ανεξαρτησίας, Γκοτζίλα, Stargate) ή σκέτης φαντασίας (2012, Day after tomorrow), τελικά δεν είναι και τόσο μεγάλη σε σχέση με τα ιστορικά του δράματα, όπως ο Πατριώτης και τώρα η Ναυμαχία του Μίντγουεϊ. Διότι οι κορυφώσεις δράσης, με ατελείωτες μονομαχίες και άφθονο μπαρούτι, ξεκινούν ή διακόπτονται από διδακτικές πολυλογίες και μεγαλοστομίες σε σενάρια που ποτέ δεν υπήρξαν το φόρτε του Γερμανού σκηνοθέτη, ο οποίος έχει χειριστεί μερικά από τις δαπανηρότερα σινε-θεάματα όλων των εποχών.

 

Τα μακροσκελή προεόρτια καθώς και η υλοποίηση της αναπαράστασης της πιο κρίσιμης ναυμαχίας για την έκβαση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στον Ειρηνικό στοίχισε πάνω από 100 εκατομμύρια δολάρια, που συγκεντρώθηκαν ανεξάρτητα και όχι μέσα στην αγκαλιά ενός στούντιο, και ξοδεύονται σωστά, αν μη τι άλλο, στις πολύπλοκες αερομαχίες και στα υποβρύχια χτυπήματα που σπέρνουν καταστροφή εκατέρωθεν ‒ η πλοκή ξεκινά με τον βομβαρδισμό του Pearl Harbour.

 

Αν και ο Έμεριχ επιδιώκει την ισορροπία στις προθέσεις των δύο πλευρών, σε μια πιο ψύχραιμη ανάγνωση των ιστορικών γεγονότων, ο ηρωισμός ξεχειλίζει και εν τέλει η ταινία σκαλώνει σε διαλόγους που απλών προηγούνται των εκρήξεων, εγκυμονώντας τες μονοδιάστατα. Τουλάχιστον στις φανταστικές του εξτραβαγκάντζες ο Έμεριχ δικαιολογείται πανηγυρικά.