Από την ασφυκτική αυστηρότητα των πρώτων του έργων, με αποκορύφωμα την Καμίγ Κλοντέλ με τη Ζιλιέτ Μπινός, και την εξωφρενική, απροδόκητη, ας την πούμε αστυνομική κωμωδία κανιβαλισμού (;) Οικογένεια Πετενγκέν που είδαμε πέρσι στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών και η εφημερίδα «Le Monde» εξύμνησε (η κριτικός Ιζαμπέλ Ρενιέ έσκασε στα γέλια), χαρακτηρίζοντάς την πειραματική, βάναυση και φαντεζί, μεσολάβησε το τηλεοπτικό «P'tit Quinquin», όπου ο Μπρινό Ντιμόν, ο αταξινόμητος και άκαμπτος Γάλλος σκηνοθέτης του Humanité, ανακάλυψε όψιμα το γέλιο μέσα από παράδοξες, παλιές δεξαμενές και αποφάσισε να το ανακατέψει με άλλα είδη – η προβολή της σειράς στο δίκτυο Arte σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Με αυτή την ενθάρρυνση πήγε ακόμη μακρύτερα με αυτό εδώ το αιματοβαμμένο Ma Loute, που είναι το όνομα ενός νεαρού, και χωρίς να το περιμένει, μοιραία ερωτευμένου ψαρά, που μαζί με τους συγγενείς του και τους υπόλοιπους συγχωριανούς κάνουν τους αχθοφόρους και τους βοηθούς σε μια μεγαλοαστική οικογένεια που ζει λίγο πιο ψηλά από τα λιμνάζοντα νερά του όρμου Σλακ, τους Βαν Πεντενγκέν, μια sui generis «φυλή» φαντασμένων των αρχών του 20ού αιώνα, ξιπασμένων, φαύλων άεργων, παραμορφωμένων από το αιμομικτικό τους παρελθόν και χαζευτικά γελοίων στα μάτια του σκηνοθέτη. Με τον Φαμπρίς Λουκινί να πρωτοστατεί σε ένα μακρόσυρτο γκροτέσκο παραλήρημα και τη Ζιλιέτ Μπινός να κραυγάζει άναρθρα και να τον ακολουθεί σε μια παρέλαση μπουρζουά τεράτων, η πλοκή περνάει από έναν έρωτα μελό με τραγική έκβαση, για να καταλήξει, αβέβαια και ανοιχτά, σε μια παρωδία της παρωδίας των Μόντι Πάιθον με ολίγη από Χοντρό-Λιγνό, χωρίς να μπορώ να πω με σιγουριά ποιο από τα πολυάριθμα στυλ υπαγορεύει την υπόθεση – και ποια στην ευχή ήταν αυτή. Νομίζω πως ούτε ο Ντιμόν επιθυμούσε κάτι τέτοιο, παρά μόνο να παραδώσει ένα μπουρλέσκ κοκτέιλ και ίσως να χαρεί να βλέπει τον Λουκινί να καμπουριάζει φωνάζοντας: «Ώρα για απερί, ώρα για απερί, ώρα για απεριτίφ!».