Η πρώτη από τις δύο βιογραφίες που αφορούν τη ζωή και τη δημιουργία του Ιβ Σεν Λοράν. Σκηνοθετήθηκε από τον ηθοποιό Ζαλίλ Λεσπέρ και είχε την ένθερμη και έμπρακτη υποστήριξη του συντρόφου και επαγγελματικού συνοδοιπόρου του μεγάλου σχεδιαστή μόδας, του Πιέρ Μπερζέ. Προς τιμήν του, ο Λεσπέρ δεν βγάζει λάδι, δηλαδή άγιους, τον Λοράν και τον Μπερζέ στις υπερβολές και τις διαφωνίες τους, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως κάτι σημαντικό λείπει από την ταινία: ο αέρας και η τόλμη. Το Ιβ Σεν Λοράν στηρίζει την οπτική του γωνία στην ψυχαναλυτική ερμηνεία της προσωπικότητας του Σεν Λοράν, εξηγώντας τον ευάλωτο χαρακτήρα του από τα παιδικά του χρόνια στην Αλγερία και την ιδιαίτερη σχέση με τη μητέρα του. Εναλλάσσει την «κλειδαρότρυπα» με την τρέλα. Οι στιγμές της δόξας του είναι σωστές, αν και κάπως περιγραφικές, καθώς φορέθηκαν τα αυθεντικά ρούχα συλλογών από διάφορες φάσεις της καριέρας του, και τα σκηνικά, εκτός από το διαμέρισμα στο Παρίσι, είναι τα πραγματικά. Το στοιχείο που αναδεικνύει το φιλμ είναι η καταπληκτική ερμηνεία του Πιέρ Νινέ, ενός νέου ηθοποιού που ανήκει στο δυναμικό της ιστορικής θεατρικής σκηνής του Παρισιού, Comedie Française. Εκτός του ότι μοιάζει, ή καταφέρνει να μοιάζει, ανατριχιαστικά με τον Σεν Λοράν, συλλαμβάνει τις χαώδεις αντιθέσεις και τις θυελλώδεις μεταπτώσεις του. Θα πρέπει να περιμένετε και την επόμενη ταινία, σε σκηνοθεσία Μπερτράν Μπονελό, όχι μόνο για να συμπληρώσετε το παζλ μιας αινιγματικής προσωπικότητας αλλά για να διαπιστώσετε πως υπάρχουν διαφορετικές και εξίσου έγκυρες μέθοδοι προσέγγισης ενός προβεβλημένου, προβληματικού, ιδιοφυούς ανθρώπου, με παρόμοιες πηγές πληροφόρησης, με ή χωρίς την έγκριση των εμπλεκομένων – ο Μπερζέ έγινε έξαλλος και αποκήρυξε την εκδοχή του Μπονελό. Ο Γκιγιόμ Γκαλιέν, ο οποίος παίζει τον Πιέρ Μπερζέ στην ταινία του Λεσπέρ, είναι αγνώριστος σε σχέση με το tour de force στην εντελώς προσωπική του, πρόσφατη ταινία Εγώ, ο εαυτός μου και η μαμά που απέσπασε 5 βραβεία Σεζάρ, ανάμεσα στα οποία και αυτά της καλύτερης ταινίας και του καλύτερου ηθοποιού, και πέρασε, άδικα, εντελώς απαρατήρητο στην ελληνική του έξοδο στις αίθουσες.