Σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών ταινιών της Disney, το Κρίστοφερ και Γουίνι έχει το σπάνιο χαρακτηριστικό να εκτείνεται σε ένα ασαφές ηλικιακό εύρος, χωρίς να στοχεύει ξεκάθαρα σε μικρούς ή μεγάλους.

 

Έχει τη δυνατότητα να τσακίσει έναν ενήλικα στο πρώτο του κομμάτι και να κεντρίσει τη φαντασία των πιτσιρικάδων στο δεύτερο μέσα από ένα τρελό ταξίδι στο μεταπολεμικό Λονδίνο.

 

Η επιλογή αυτή μοιάζει να είναι ένας συμβιβασμός ανάμεσα στην οπτική του σκηνοθέτη Μαρκ Φόρστερ που, όπως και στο Finding Neverland, έτσι και εδώ ενδιαφέρεται πολύ για τον εσωτερικό κόσμο ενός αφηγητή παιδικών ιστοριών και του στούντιο, το οποίο, βλέποντας την ταινία να ξεφεύγει από τις ηλικίες που λογικά ενδιαφέρονταν περισσότερο, βάζει τη μηχανή για την απαραίτητη δράση που πρέπει να συνοδεύει την κρίση ηλικίας ενός σαραντάρη.

 

Είναι κρίμα, πάντως, που αυτή η συνύπαρξη διαφορετικών στόχων δεν γεννά μια πολυεπίπεδη δημιουργία αλλά φροντίζει απλώς να συνυπάρχει αρμονικά ένα σύνολο από απλοϊκές επιθυμίες (ελεύθερος χρόνος, οικογένεια και φιλία εναντίον δουλειάς και ενήλικων υποχρεώσεων), όμως, έστω κι έτσι, η συμπαθητική φιγούρα του ΜακΓκρέγκορ και η γλυκιά (σαν το μέλι που κυνηγά) μελαγχολία του Γουίνι συνηγορούν υπέρ μιας δημιουργίας μάλλον καταδικασμένης να αποτύχει με τέτοια απόκλιση από τους κανόνες του κινηματογραφικού μάρκετινγκ.