Με την πλάτη στον τοίχο, ο Μπιν αναγκάζεται να προσλάβει τον Πίτερ Μπραντ, έναν ιδιοφυή οικονομικό αναλυτή, με τη βοήθεια του οποίου θα επιχειρήσει ν’ ανατρέψει τα δεδομένα. Οι δυο τους θα θέσουν σ’ εφαρμογή ένα πρωτοποριακό πρόγραμμα στατιστικής μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, που θα τους βοηθήσει να στελεχώσουν την ομάδα με τους καταλληλότερους παίχτες, παραμένοντας παράλληλα εντός μπάτζετ. Το αποτέλεσμα θα εκπλήξει τους πάντες...

Χωρίς να είναι ανεπαρκής στο θέμα που θίγει, η ταινία του Μπένετ Μίλερ, που προσωπικά με γοήτευσε με το ντεμπούτο του στο Καπότε, είναι άσφαιρη και απαθής. Χωρίς να κλείνεται στο καβούκι του sport movie ή ν’ αφορά αποκλειστικά του λάτρεις του μπέιζμπολ, το Moneyball είναι μια θεωρητική ματιά σε μια πραγματική, όσο και παράξενη ιστορία που ανέτρεψε τα δεδομένα του συγκεκριμένου αθλήματος, χρησιμοποιώντας τη στατιστική για να ξεμπλοκάρει μια αδιέξοδη κατάσταση και να δικαιώσει τον εμπνευστή ενός αριθμολογικού και πιο αξιοκρατικού συστήματος, τον Μπίλι Μπιν. Παρά τη συμμετοχή του Μίλερ αλλά και των Στίβεν Ζαΐλιαν και Άαρον Σόρκιν στο σενάριο και του Γουόλι Πφίστερ στη φωτογραφία, το αποτέλεσμα μοιάζει περισσότερο με ψύχραιμη και ουδέτερη καταγραφή γεγονότων που κλιμακώνονται στην επικράτηση ενός αουτσάιντερ, το οποίο με τη βοήθεια των αριθμών κι ενός όχι και τόσο φορμαρισμένου στατιστικολόγου (καλός ο Τζόνα Χιλ) δάμασε με υπομονή, πίστη και μέθοδο έναν χώρο που αρχικά τον αγκάλιασε, αλλά γρήγορα τον απογοήτευσε. Οι διθύραμβοι των Αμερικανών κριτικών και τα πρώτα βραβεία επαγγελματικών ενώσεων στον Μπραντ Πιτ, που προφανώς θ’ αποσπάσει την τρίτη του υποψηφιότητα στα  Όσκαρ, είναι επιεικώς ανεξήγητοι.