«Πώς προέκυψαν τα Ανεμοδαρμένα Ύψη; Tι μου κρύβεις;» ρωτά η Σαρλότ Μπροντέ την αδερφή της Έμιλι στο νεκροκρέβατό της. Έχουμε ξαναδεί ταινίες σε τηλεόραση και σινεμά με αντικείμενο αυτόν τον πυλώνα της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας, την οικογένεια Μπροντέ και τα ταλαίπωρα μέλη της – όσοι ενδιαφέρονται, ας αναζητήσουν εκείνη του Τεσινέ, που ενώνει και επί της οθόνης δυο αγαπημένες Ιζαμπέλ του σινεφίλ κοινού, την Ατζανί με την Ιπέρ.

 

Αυτή εδώ δεν είναι ακριβώς μια βιογραφική ταινία, ακολουθεί το σύνηθες πια τέχνασμα μιας φανταστικής(;) εμπειρίας που υπήρξε γενεσιουργός αιτία ενός αριστουργήματος της λογοτεχνίας ‒ εδώ τα Ανεμοδαρμένα Ύψη της Έμιλι Μπροντέ. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν είναι μια ταινία ούτε ακριβώς για την Έμιλι Μπροντέ ούτε για τα Ανεμοδαρμένα Ύψη. Το θέμα της συνοψίζεται σε αυτή την αρχική ερώτηση.

 

Το Emily είναι μια ταινία για τις ιστορίες και την ανάγκη που καλύπτουν για τον δημιουργό τους αλλά και για τον δέκτη τους. Η φαντασματική σεκάνς με τη μάσκα, όπου η Έμιλι «καταλαμβάνεται» από το πνεύμα της νεκρής μητέρας και απευθύνεται στα αδέλφια της, τα οποία με τη σειρά τους θέλουν να πιστέψουν σε αυτό που συμβαίνει, συνοψίζει ιδιοφυώς τη θέση της δημιουργού Φράνσις Ο’ Κόνορ πάνω στο ζήτημα.

 

Οι ιστορίες είναι προϊόν βιωμένου δράματος, γεννήματα μιας ανάγκης επικοινωνίας με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Είναι, πάνω απ’ όλα, η έκφραση εκείνης της εσωτερικής φωνής που κουβαλά ο καθένας μας και εν προκειμένω η Έμιλι – διόλου τυχαία το υπέροχο μουσικό score του Κορζενιόφσκι διαθέτει αυτήν τη φορά και γυναικεία φωνητικά, πέρα από τον γνώριμο ήχο των συναισθητικών εγχόρδων και των τρυφερών πλήκτρων. Μιας φωνής που για να εκφράσει τα καταπιεσμένα συναισθήματα ετών χρειάζεται αρχικά να ακουστεί από τον ίδιο τον κάτοχό της. Και το καλλιγραφημένο δράμα εποχής της Ο’ Κόνορ φροντίζει να καταστήσει σαφές, χωρίς να το κομίζει και ως μασημένη τροφή, όπως αντίστοιχα εγχειρήματα των καιρών μας, ότι είναι πρωτίστως μια θαρραλέα απόφαση της ίδιας της Έμιλι να δώσει χώρο σε αυτήν τη φωνή για να αφηγηθεί την ιστορία της. Και θα το κάνει μέσω του ωραιότερου αντιβιοτικού που εφηύρε ο ανθρώπινος νους για να καταπολεμήσει τη νόσο του χρόνου, της φθοράς και του θανάτου: εκείνου της τέχνης.