Μέσα από χωριστές ιστορίες που στέκουν ως αυτοτελείς μικρού μήκους αλλά και ως μέρος ενός τονικά συμπαγούς, θεματικά συγγενούς τρίπτυχου, ο Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι υφαίνει μια υπέροχη κινηματογραφική σονάτα για την αυτοεκτίμηση και τη δυσεύρετη αλήθεια των σχέσεων, αφήνοντας συνεχώς χώρο στις πρωταγωνίστριές του για λίγο (βοηθητικό) ψέμα. Κι όλα αυτά κάτω από το πέπλο της τυχαιότητας και το παιχνίδι της φαντασίας, όπως δηλώνει εύγλωττα η ελληνική μετάφραση του τίτλου Wheel of fortune and fantasy.

 

Δεν πρόκειται για λούνα παρκ πλοκής ούτε για κλασικό γαϊτανάκι παρεξηγήσεων. Η περιπέτεια της καρδιάς, όπως την εννοεί ο Χαμαγκούτσι, είναι μια συνεχής αναίρεση προθέσεων και συμπεριφοράς, φτιαγμένη με κυκλική μορφή που ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος αφήνει να εκδηλώνεται με πολύ διάλογο και ελάχιστα, αλλά καίρια απρόοπτα.

 

Στο πρώτο στόρι μια κοπέλα μιλά στη φίλη της για τη γνωριμία με έναν άνδρα που την αναστάτωσε τόσο, που δεν θέλησαν να χαλάσουν τη μαγεία της πρώτης συνάντησης και επέλεξαν να μην προχωρήσουν, χωρίς να γνωρίζει πως είναι ο απατημένος πρώην του ατόμου που γίνεται αποδέκτης της μύχιας εξομολόγησης ‒ θα ακολουθήσει ένα ιδιαίτερο ραντεβού των δύο πρώην, με εναλλαγή σκληρών απωθημένων και τρυφερής διάθεσης.

 

Στο δεύτερο, μια άλλη κοπέλα, πιο ώριμη και με παιδί, αποφασίζει να εκδικηθεί τον φημισμένο καθηγητή του νεότερου εραστή της για τους κακούς βαθμούς που του έβαλε. Ορμώμενη από θυμό, δεν τον πικάρει απλώς, αλλά τον παρασύρει στην ακαδημαϊκή αποκαθήλωσή του.

 

Και στην τρίτη ιστορία η συνάντηση ανάμεσα στη Μόκα και τη Νάνα, μετά το θλιβερό σχολικό reunion της πρώτης, είναι παραπάνω από σημαδιακή, γιατί αναβιώνει τον πρώτο και μοναδικό έρωτα. Στην πορεία του κατά λάθος ραντεβού τους με τη μοίρα θα προκύψει μια αποκάλυψη.

 

Το άγγιγμα του 42χρονου Χαμαγκούτσι είναι διακριτικό, όσο και η αδιόρατη τοποθέτηση και κίνηση της κάμερας που αναστέλλει τη θεατρικότητα της ταινίας του. Είναι ένας μικρός Μπέργκμαν με την ελαφράδα του Ρομέρ, αν το πλαίσιο και η ευαισθησία του δεν προδίδουν την καταγωγή των ηρώων του. Χτίζει καταστάσεις, δεν παρεμβαίνει έντονα, σίγουρα δεν κρίνει κανέναν και διατηρεί τη σοβαρότητά του, έχοντας εμπιστοσύνη στο χιούμορ, στον παρορμητισμό και στην απερισκεψία, δηλαδή στο μείγμα των ανθρώπινων υλικών, ακόμη και σε κρίσιμες αποφάσεις.

 

Το 2021 είναι η χρονιά του, αφού αυτή η ταινία απέσπασε την Αργυρή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου και τον Ιούλιο που μας πέρασε έφυγε με το Βραβείο Σεναρίου από το Φεστιβάλ Καννών για το Drive my car. Εκπρόσωπος της νεότερης γενιάς των δημιουργών της πατρίδας του, της επονομαζόμενης 4Κ, και έχοντας ξεχωρίσει ήδη με το Happy Hour, το πιο πειραματικό Domains και το δίτομο ρομάντσο Asako, αναβιώνει το ενδιαφέρον των σινεφίλ για το ιαπωνικό σινεμά μετά τη σαρωτική επέλαση των Κορεατών (σημειωτέον, ο Μπονγκ Τζουν-χο τον έχει αγκαλιάσει και προβάλει ως ξεχωριστή περίπτωση) και βρίσκεται στην ίδια εκλεκτική γειτονιά με τους ρυθμούς και το στυλ του Μίκιο Ναρούζε και του Γιαζουχίρο Όζου, των ανθρώπων που κατοικούν τη φιλμογραφία τους και τον ψυχισμό τους ‒ αν και πιο οικουμενικά, πιο κοντά σε μια σύγχρονη νοοτροπία.

 

Με λειτουργικά, διεξοδικά προβαρισμένες και άψογα εκτελεσμένες ερμηνείες απ’ όλες τις ηθοποιούς, οι Ιστορίες τύχης και φαντασίας διασταυρώνουν τα μονοπάτια της ζωής, όπως το κλασικό ευρωπαϊκό σινεμά τέμνεται με το ασιατικό, και με μια δόση μαγικής σύμπτωσης ανανεώνει δημιουργικά αλλά και απολαυστικά την παραδοσιακή έννοια του πεπρωμένου που ανατρέπει τη στεγνή λογική.