Η πανδημία, με την παρεπόμενη αβεβαιότητα για το μέλλον και τις καραντίνες που έθεσαν σε αναγκαστική παύση την καθημερινότητά μας, φάνηκε να γεννά ένα κινηματογραφικό trend. Συνειδητά ή ασυνείδητα, ουκ ολίγοι δημιουργοί στράφηκαν στα νεανικά τους χρόνια για έμπνευση, είτε με στόχο την επιστροφή στις «καλύτερες μέρες» είτε επειδή υπήρξε περισσότερος χρόνος για ανασκόπηση και περισυλλογή, κι αυτό, μοιραία, οδήγησε στην ανάλογη δημιουργία.

 

Το Red Island ανήκει στην παραπάνω φιλμική συνομοταξία. Ο Ρομπέν Καμπιγιό, που μπήκε στον κινηματογραφικό χάρτη για τα καλά με το 120 BPM, επιστρέφει στην παιδική του ηλικία και στη δεκαετία των ’70s, όταν βρέθηκε στη Μαδαγασκάρη μαζί με τους γονείς του, σε μία από τις τελευταίες στρατιωτικές βάσεις των Γάλλων αποικιοκρατών. Η ταινία ξεκινά με μια σκηνή που ζωντανεύει στην οθόνη τις ιλουστρασιόν περιπέτειες της Fantomette, μιας ανήλικης υπερηρωίδας που έκανε θραύση στην πιτσιρικαρία της εποχής. Η σεκάνς αποτελεί φαντασίωση του οκτάχρονου avatar του σκηνοθέτη, που διαβάζει το κόμικ στην αυλή της αφρικανικής κατοικίας τους. Καθώς τρώνε και πίνουν με συναδέλφους του πατέρα του, παρατηρεί έναν ντόπιο να μαζεύει διακριτικά ένα λάστιχο νερού και διαισθάνεται πως κάτι δεν πηγαίνει καλά.

 

Νοσταλγικό, κάποτε και ελαφρώς ωραιοποιημένο, το φιλμ του Καμπιγιό αποκαλύπτει ράθυμα τη γενικότερη εικόνα στο νησί μέσα από τα μάτια ενός ανηλίκου, με τα ένθετα της Fantomette να παραπέμπουν σε Γκοντρί που έχει πάρει ηρεμιστικά. Δυστυχώς, τα ευρήματα εξαντλούνται γρήγορα και το σενάριο του Γάλλου δημιουργού επαναλαμβάνεται δίχως σπιρτάδα και δίχως την αίσθηση μιας περιεκτικής, στοχευμένης δημιουργίας. Αντιλαμβάνεσαι γιατί απορρίφθηκε από Κάννες και Βενετία, ωστόσο έχουμε δει απείρως χειρότερες ταινίες στο πρόγραμμα και των δύο μεγάλων φεστιβάλ.