Ανατριχιαστικά οικεία, η προφητική υπόθεση της ταινίας Μήλα, που γράφτηκε και γυρίστηκε πριν από την εξάπλωση του Covid-19, θέλει τον ελληνικό πληθυσμό σαρωτικά προσβεβλημένο από έναν μυστηριώδη ιό που προκαλεί αιφνίδια αμνησία. Στο σιωπηλό χάος της πανδημίας ο Άρης (Άρης Σερβετάλης) μένει φαινομενικά μόνος και «αδιεκδίκητος» από συγγενείς και φίλους και, όπως ορίζει το πρωτόκολλο έκτακτης ανάγκης, τίθεται σε πρόγραμμα αποκατάστασης, που περιλαμβάνει καθημερινές ασκήσεις.

 

Στην αχρονική, αναλογική Αθήνα καλείται να εκπληρώσει αποστολές με μαγνητόφωνα παλαιάς κοπής και κάμερες instamatic: μέσα από φωτογραφίες πολαρόιντ επιχειρεί την ανασύσταση μιας ζωής ξεχασμένης, αλλά όχι χαμένης. Τεχνηέντως δημιουργεί από την αρχή την οικογένεια που δεν τον αναζήτησε, αν και κρύβει ένα προσωπικό μυστικό που ένας κωδικός (είναι ο ασθενής 14842) δεν ταυτοποιεί από μόνος του και οι κλινικές εξετάσεις δεν είναι δυνατόν να φέρουν στο φως. Ζευγαρώνοντας με τη συμπάσχουσα, επίσης αμνησιακή Άννα (Σοφία Γεωργοβασίλη), ο Άρης βιώνει μια δεύτερη, ταχύρρυθμη παιδική ηλικία και ο Σερβετάλης βρίσκεται στο στοιχείο του: μετά το πρώτο μέρος της ασκητικής μελαγχολίας, με μια σειρά από παθητικές αντιδράσεις στα τεστ και στις οδηγίες, παίρνει τα ηνία της διαδρομής στα χέρια του και, για να είμαστε ακριβείς, σε όλο του το σώμα, με το μοναδικό του χάρισμα να ξεδιπλώνει με χάρη και φυσικότητα ένα πλάσμα ερμητικά κλεισμένο στο πρόβλημα που του προέκυψε ‒ ανθεί μπροστά μας, σαν ντελικάτο άνθος στην ξερή γη.

 

Η ισορροπία που διατηρεί μεταξύ της ασφάλειας του κομφορμισμού (αφού όλοι έχουν υποστεί το ίδιο κακό, δεν χρειάζεται να προσπαθείς παραπάνω για να τα καταφέρεις ή να συνέλθεις πρώτος) και της σύγκρουσης με το παρελθόν που κάποια στιγμή θα αντιμετωπίσει είναι σαν το πένθος που αναβάλλεται με κάθε δυνατό τρόπο. Είναι ο εκφραστής της τρυφερότητας μιας ταινίας που αγγίζει τη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας, χειροποίητα προσαρμοσμένης στο ταπεινό budget και στην αισθητική φόρμα της εννοιολογικής, προειδοποιητικής δραματικής κομεντί Μήλα, που έκανε πρεμιέρα στο τμήμα Ορίζοντες του Φεστιβάλ Βενετίας, ταξίδεψε σε πολλά φεστιβάλ και τράβηξε την προσοχή της Κέιτ Μπλάνσετ σε τέτοιον βαθμό, που η Αυστραλή υπερηθοποιός έγινε πρόθυμα «ανάδοχος» παραγωγός και θα συνεργαστεί με τον σκηνοθέτη στο επόμενο, αγγλόφωνο πρότζεκτ του.

 

Η θητεία του Χρήστου Νίκου ως βοηθού σκηνοθέτη σε ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου φαίνεται και, ευτυχώς, δεν (ξε)πέφτει στην ευκολία της μίμησης. Το κόνσεπτ ευνοεί το παράδοξο, αν και η ταινία δεν στρέφεται στον σουρεαλισμό, διατηρώντας καίριες δόσεις μαύρου χιούμορ σαν ανακουφιστική ανάσα. Αυτό το παρασόλ στη μέλανα συνθήκη του στόρι εκπέμπει σημάδια, έξυπνες αναγωγές στη μνήμη, όπως τα μήλα, που τη βοηθούν, ή η χρήση των κινητών με σήμα το μισοφαγωμένο μήλο, που τη μασάνε, στην Αθήνα που θύμιζε τον τόσο πρόσφατο συνδυασμό απόκοσμης ερήμωσης και σπάνιας ηρεμίας.

 

Η γραφή του Νίκου είναι καθαρή, ποτέ weird ή περιττά αδρή, ο ρυθμός του σταθερός, γεμάτος αυτοπεποίθηση, η αφήγησή του οικονομική και περιεκτική. Τα γενικά του πλάνα αναδίδουν σάστισμα και αμηχανία αντί για τρόμο ή ψεύτικη αισιοδοξία, και όποτε ο φακός πλησιάζει το πρόσωπο του Σερβετάλη αποτυπώνει το συγκινημένο βλέμμα του, μια αλήθεια που κρατά για τον εαυτό του. Η λάθος ανάγνωση της ταινίας θα οδηγήσει στο συμπέρασμα μιας ψυχρής κατασκευής, μιας στυλιζαρισμένης άσκησης που παραλλάσσει το θέμα της αποξένωσης του σύγχρονου Έλληνα στα πρότυπα του νεοκυματικού μοντέλου της εγχώριας κινηματογραφίας. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως τα Μήλα έχουν ελληνικό στίγμα και οικουμενική γεύση, και αναδίδουν ανθρωπιά και νοιάξιμο.