Ο Μεξικανός Μισέλ Φράνκο ανήκει στα εξέχοντα μέλη της σύγχρονης των προβοκατόρων σχολής. Δεν αποτάσσεται ποτέ τον πειρασμό της πρόκλησης, θα την κυνηγήσει ακόμα και όταν δεν δικαιολογείται από την ιστορία και τη φύση της ταινίας που θέλει να γυρίσει. Στο Memory, χωρίς να θέλουμε να κάνουμε spoiler, αφηγούμενος την ιστορία ενός άνδρα ευρισκόμενου στα πρώτα στάδια άνοιας και μιας γυναίκας με τραυματικό παρελθόν, μας αφήνει για αρκετή ώρα να πιστεύουμε κάτι φριχτό για τον σύνδεσμο μεταξύ τους, μόνο και μόνο για να μας κάνει να νιώσουμε άβολα.

 

Όταν έρχεται η (ανακουφιστική) αποκάλυψη, παίρνει σειρά η ερωτική ιστορία δυο ανθρώπων που ταλανίζονται από τη μνήμη με αντίθετο τρόπο. Ο ένας θέλει να θυμηθεί, αλλά δεν μπορεί, ο άλλος θέλει να ξεχάσει, μα αδυνατεί – θα βρουν, τελικά, την ισορροπία κάπου στη μέση, με τη συνδρομή της αγκαλιάς του άλλου.

 

Ακούγεται τρυφερό, μα το σινεμά του Φράνκο έχει μια αποστασιοποίηση και μια αποστείρωση που δεν συνάδει με την τρυφερότητα. Η αδυναμία του να διαχειριστεί θετικά συναισθήματα και χαρακτήρες είναι παροιμιώδης και οι αγκυλώσεις της arthouse γλώσσας που προτιμά μάλλον πλήττουν το έργο, με αποκορύφωμα μια κωμικά στατική σκηνή οικογενειακής σύγκρουσης και συναισθηματικής εκτόνωσης, όπου η Τσαστέιν δεν εκτίθεται μόνο λόγω του έμφυτου ταλέντου της. Σ’ αυτήν και στον βραβευμένο στη Βενετία Πίτερ Σάρσγκαρντ οφείλεται η (όποια) ανθρωπιά του εγχειρήματος, σ’ αυτούς και τα ψίχουλα αγάπης και ζεστασιάς που μπορεί να πάρει κανείς φεύγοντας από την αίθουσα. Μη μας παρεξηγήσετε, δεν χρειάζεται όλες οι ταινίες να μας ζεσταίνουν την καρδιά. Όταν, όμως, θέλεις να κάνεις μια ταινία για τις παυσίπονες, λυτρωτικές ιδιότητες του έρωτα και το αποτέλεσμα είναι τόσο παγωμένο, κάτι πήγε στραβά.