Αν θέλαμε να παραθέσουμε συνοπτικά τα βασικά χαρακτηριστικά των κύριων χολιγουντιανών στούντιο animation, θα ήταν τα εξής: θα πιστώναμε (ή θα χρεώναμε, ανάλογα με το πού στέκεται ο καθένας) στην Pixar την ισότιμη αντιμετώπιση ανήλικου και ενήλικου θεατή και την πλούσια και, στις κορυφαίες στιγμές της, πυκνή σημειολογία, στην Disney τη μιούζικαλ συνταγή, όπως αυτή διαμορφώθηκε από την αναγέννησή της στα ’90s και έπειτα, στην Illumination το σλάπστικ και την ασταμάτητη βαβούρα, στη Laika τη μακάβρια παραδοξότητα και τη διαφύλαξη του οχυρού του stop-motion και στην Dreamworks το ενδο(παρα)μυθικό (sic) παιχνίδι και την ποπ αναφορά. Στο Puss in boots: The last wish οι πoπ αναφορές και οι εξυπνάδες γίνονται από κύρια ατραξιόν απλώς μια χαριτωμένη υποσημείωση της δράσης κι αυτή δεν είναι η μόνη ευπρόσδεκτη αλλαγή.

 

Χωρίς να πέφτει στο επίπεδο της Illumination, όπου το σκίτσο είναι πάντα καλογυαλισμένο, χοντροκομμένο και κάποτε απλό στα όρια της προχειρότητας, σε σημείο που σώζει την παρτίδα περισσότερο το μέγεθος της παραγωγής παρά η καλλιτεχνία, η Dreamworks ποτέ δεν έμοιαζε να επενδύει στη σχεδιαστική λεπτομέρεια, πόσο μάλλον στην καλλιγραφία. Ε, εδώ τα γυρίζει όλα ανάποδα.

 

Αν και ψηφιακό, το σκίτσο αποπνέει την αίσθηση του χειροποίητου. Η σύνθεση του περιβάλλοντος χώρου είναι ρευστή, σε σημεία θα έλεγες ότι φλερτάρει με τον ιμπρεσιονισμό. Κάθε σπιθαμή του κάδρου είναι λεπτοδουλεμένη και έτσι καμωμένη, ώστε νιώθεις πως αν ακουμπήσεις το χέρι σου στον καμβά, θα γεμίσει μπογιά. Στην ποιότητα του εικαστικού αποτελέσματος συνδράμουν και τα δάνεια από την ψυχεδέλεια του Spiderman: Ιnto the Spider-verse στις σκηνές δράσης. 

 

Πέρα από την κατασκευή της, είναι και το υλικό που κάνει την ταινία να ξεχωρίζει. Το στόρι θέλει τον Παπουτσωμένο Γάτο, τον σπαρταριστά αλαζονικό, ωραιοπαθή και εγωιστή ήρωα που έχουμε γνωρίσει από το σύμπαν του Σρεκ και απέκτησε το δικό του spin-off, να έχει εξαντλήσει τις οκτώ από τις εννιά ζωές του. Με τον θάνατο πια να τον απειλεί κυριολεκτικά, να βρίσκεται κάπου στο βάθος και να υπενθυμίζει διαρκώς ότι πλησιάζει, όπως στο Butch Cassidy and the Sundance Kid του Τζορτζ Ρόι Χιλ, ο ήρωάς μας, με συντροφιά τον Πέρο, ένα τσιουάουα που συναντά σε ένα γηροκομείο για ψιψίνες –μη ρωτάτε, αλλά σας εγγυώμαι ότι θα γελάσετε πολύ‒ και την Kίτι, μια γάτα με την οποία έχει παρελθόν, οδεύει προς το Σκοτεινό Δάσος, όπου θα μπορέσει να βρει το ένα και μοναδικό μαγικό αστέρι που θα του χαρίσει μια ευχή και θα πάρει, έτσι, τις ζωές του πίσω. Δεν είναι ο μόνος χαρακτήρας που κυνηγά αυτό το αντικείμενο-macguffin, κάτι που περιπλέκει την κατάσταση. 

 

Ήδη από την περιγραφή που σας δώσαμε αναδεικνύεται και η πρώτη θεματική αρετή της ταινίας. Σε μια εποχή που ο ηρωισμός στην οθόνη είναι ανέξοδος και οι (υπερ)ήρωες τα βάζουν με θεούς και δαίμονες, γνωρίζοντας ότι δεν έχουν τίποτα να χάσουν, καθώς τα στοιχήματα είναι προεξοφλημένα, η ταινία επαναφέρει τον πραγματικό κίνδυνο και μαζί του ένα απολεσθέν, πλην δομικό στοιχείο του ηρωισμού, αυτό της ουσιώδους αυτοθυσίας. Θα εντοπίσει τον ηρωισμό, δε, κάπου αλλού, όχι στα ανδραγαθήματα και τις επικές περιπέτειες αλλά στην εκδήλωση εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του άλλου και στην αποδοχή του φόβου ως απαραίτητου συναισθήματος. Πρόκειται, δηλαδή, για μια συγκαλυμμένη ρεβιζιονιστική προσέγγιση ενός προτύπου ήρωα που γνωρίζουμε ήδη από το ιπποτικό μυθιστόρημα και πέρασε από διαφορετικές μορφές μέσα στους αιώνες για να φτάσει ως το σημερινό υπερηρωικό σινεμά, σερβιρισμένη με τη μορφή παιδικού animation.

 

Αν προσθέσεις σε αυτά και ένα μονοπάτι προς τον τελικό στόχο που αλλάζει διαρκώς, ανάλογα με το ποιος κρατά τον χάρτη, μαζί με το περιβάλλον του Σκοτεινό Δάσους –μα πόσα ευρήματα σε μια ταινία;‒ αλλά και το ίδιο το μοτίβο του (αναπόφευκτου) θανάτου, αντιλαμβάνεσαι ότι η Dreamworks μπαίνει εδώ στα χωράφια της Pixar. Και αν οι δημιουργοί της ταινίας πατούσαν λίγο φρένο και είχαν το σθένος να υιοθετήσουν τις ανάσες που συναντάς στις κορυφαίες στιγμές της αντιπάλου εταιρείας και να μεριμνήσουν ώστε ο εσωτερικός ρυθμός της να συνάδει, όποτε χρειάζεται, λίγο παραπάνω με τις θεματικές της, θα είχαν υπογράψει την πρώτη μεγάλη ταινία του καταλόγου τους.

 

Έστω κι έτσι, στην εκπνοή της χρονιάς βρήκαμε ανέλπιστα πρωτοκλασάτη ψυχαγωγία (με την πλήρη έννοια του λήμματος) για μικρούς και μεγάλους στο πιο απίθανο μέρος: στο sequel ενός spin-off ενός franchise που δικαιολογημένα είχαμε ξεγράψει.