Έχοντας καταλήξει ότι ο Θεός, ακόμα κι αν υπάρχει, αδιαφορεί μέσω της εκκωφαντικής «Σιωπής» του, ο Μπέργκμαν πέρασε σε ένα επόμενο στάδιο της φιλμογραφίας του, όπου έμοιαζε να εξερευνά ποιος στέλνει όλους αυτούς τους «δαίμονες» που ταλανίζουν την ανθρώπινη ψυχή, για να καταλήξει στην ενδογενή καταγωγή τους – πιο αντιπροσωπευτική ταινία αυτής της περιόδου, αν και όχι απαραίτητα καλύτερη, μάλλον είναι η «Ώρα του Λύκου».

 

Στο επίκεντρο του «Πάθους» βρίσκονται άνθρωποι που νόμιζαν ότι μπορούν να γίνουν νησιά, καταβάλλουν τελικά προσπάθειες ώστε να (επι)κοινωνήσουν τις τραυματικές τους εμπειρίες και να συνυπάρξουν, μα η βία καραδοκεί και η αιτία της βρίσκεται βαθύτερα χαραγμένη στην ανθρώπινη φύση ‒ οποιοσδήποτε από τους χαρακτήρες θα μπορούσε να έχει κρεμάσει το σκυλί που σώζει τελευταία στιγμή ο Αντρέας, ακόμα και ο ίδιος. 

 

Ταυτόχρονα, η εν λόγω περίοδος του Σουηδού δημιουργού φέρει έντονα το στοιχείο των πειραματισμών και των φορμαλιστικών παιχνιδιών. Εδώ έχουμε το εύρημα των εμβόλιμων συνεντεύξεων του Μπέργκμαν με τους ηθοποιούς του καστ, οι οποίοι σχολιάζουν τους χαρακτήρες τους και τις ερμηνευτικές προκλήσεις που τους συνοδεύουν.

 

Αυτά τα μεταμοντέρνα, αλά nouvelle vague ιντερλούδια εντάσσουν μεν το έργο στη σφαίρα του αξιοπερίεργου, αλλά μοιάζουν να έρχονται σε σύγκρουση με την αλήθεια των διαλογικών συναλλαγών και αντεγκλήσεων ανάμεσα στους ήρωες, έτσι όπως υπενθυμίζουν την τεχνητή φύση τους. Δεν απορείς που πρόκειται για μία από τις λιγότερο προβεβλημένες ταινίες του Μπέργκμαν, εξυπακούεται όμως ότι (όψιμοι και μη) φαν του σκηνοθέτη που δεν την έχουν παρακολουθήσει οφείλουν να καλύψουν το κενό.