Αν και το όνομα του σκηνοθέτη μπροστά στον τίτλο φαντάζει αλαζονικό (Lee Daniel’s The Butler, anyone;), στην περίπτωση του Πινόκιο ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο αξίζει να αυτοεπισημανθεί ως αυτουργός μιας γενναίας και σημαντικής σε διαφορές από το πρωτότυπο διασκευής του κλασικού παραμυθιού του Κάρλο Κολόντι, που ο Ρομπέρτο Μπενίνι και η Disney έχουν προσεγγίσει ήδη δις.

 

Μια αδέσποτη βόμβα σκοτώνει τον πολυαγαπημένο γιο του Τσεπέτο σε ένα χωριό της φασιστικής Ιταλίας, ο άγουρος Πινόκιο, που ζωντανεύει από το μαγικό άγγιγμα μιας παρορμητικής οντότητας (Τίλντα Σουίντον, δεν χρειάζονται συστάσεις), παραμένει ένα υποκατάστατο αγοριού που μαθαίνει ‒η πρώτη εικόνα που ξεπατικώνει είναι αυτή του ξύλινου Εσταυρωμένου, την οποία προσπαθεί να φιλοτεχνήσει ο «πατέρας» του στην τοπική εκκλησία‒, το θέμα της πειθαρχίας λύνεται εξαιρετικά ταιριαστά από τη στρατιωτική υπακοή σε ένα καθεστώς τρόμου και, το κυριότερο, σεργιανίζει τον μικρό σε μια παραλλαγή των περιπετειών του, τοποθετώντας τον στη θέση του δασκάλου απέναντι στον τσακισμένο από την πίκρα της απώλειας Τσεπέτο, με συνοδηγούς τον γρύλο (από τις καλύτερες ερμηνείες του Γιούαν ΜακΓκρέγκορ) και τον καταπιεσμένο πίθηκο από το τσίρκο του δόλιου Βόλπε (απολαυστική η φωνητική ενσάρκωση από τον Κριστόφ Βαλτς).

 

Σε αυτό το διακεκομμένο (γιατί τα τραγούδια ηθελημένα μένουν ημιτελή ή μετέωρα πριν ολοκληρωθούν, μέχρι το νούμερο των τίτλων τέλους) μιούζικαλ κινουμένων σχεδίων που συνυπογράφει ο βετεράνος μάστερ του stop motion Μαρκ Γκούσταφσον, ο Μεξικανός δημιουργός υφαίνει έναν λαβύρινθο αγώνων επιβίωσης, σκοτεινό και γοητευτικό, αξεδιάλυτα ναΐφ και απειλητικό, επινοώντας στοιχεία που ανανεώνουν και δεν προδίδουν μια τόσο στέρεα και αρυτίδιαστη παραβολή. Αν και η μουσική επένδυση του Αλεξάντρ Ντεσπλά είναι καλή, παραμένει αναπάντητη φαντασίωση η εμπλοκή στο σκορ του Νικ Κέιβ, όπως είχε σχεδιαστεί αρχικά.