Το 1996 το Twister προοικονομούσε τη νέα εποχή που ερχόταν στο σινεμά της υπερπαραγωγής, ως μια ταινία δίχως σταρ, στην οποία πρωτοστατούσαν το concept και τα οπτικά εφέ. Φυσικά, υπήρχε μια αναλογία CGI και χειροποίητου εφέ αντίστοιχη με εκείνη του «Τζουράσικ Παρκ» και γι’ αυτό το θέαμα της ταινίας δεν δείχνει γερασμένο σήμερα. Το «Twisters» μόνο το brand name και το concept δανείζεται, δεν ανήκει στα επονομαζόμενα legacy sequels, δεν φέρνει την παλιά φουρνιά για να την ενώσει με τη νέα. Τα όποια κλεισίματα του ματιού στην πρώτη ταινία έρχονται οργανικά.
Τι κάνει, όμως, διαφορετικά η ταινία σε σχέση με εκείνη των ‘90s, που, διόλου συμπτωματικά, αναδεικνύει και ορισμένες μεταβολές στο σινεμά μέσα στα χρόνια που μεσολάβησαν; Υπάρχει μια νολανική έμφαση στην επιστημοσύνη, με τους διαλόγους να χρησιμοποιούν τεχνική ορολογία, δίχως να την επεξηγούν ποτέ, hits της εποχής στολίζουν μεταβατικές σκηνές, η χρήση του CGI είναι εμφανώς αυξημένη και επεκτείνεται και στις συνέπειες της επέλασης των ανεμοστρόβιλων, ενώ εντάσσεται και μια έγνοια για τις επιπτώσεις αντίστοιχων φαινομένων στον πραγματικό κόσμο. Η τελευταία είναι ευπρόσδεκτη, αν και υπόκειται σε έλεγχο για την ειλικρίνεια της ευαισθησίας της – δεν παύει να είναι μια ταινία που προσπαθεί να αντλήσει ψυχαγωγικό θέαμα από μια φυσική καταστροφή.
Η γκραν σεκάνς της ταινίας είναι ομολογουμένως εντυπωσιακή και έχει σχεδιαστεί στη λογική ενός set-piece που ξεκινά με τη χαμηλή σκάλα και διαρκώς κλιμακώνεται, μέχρι να κορυφωθεί εκκωφαντικά και να εκτονωθεί, ενώ το πρωταγωνιστικό δίδυμο μάλλον υπερέχει σε μαγνητισμό έναντι εκείνου της πρωτότυπης ταινίας.
Μετά τους χαμαιλεοντισμούς του Hit Man, ο Γκλεν Πάουελ φαίνεται να θεμελιώνει ένα πρωταγωνιστικό status, ενώ η Ντέζι Έντγκαρ-Τζόουνς αποσπά ενσυναισθητικές αντιδράσεις προχωρημένου επιπέδου: για να παραφράσουμε τη διάσημη ατάκα από το «Oldboy», γελάει και γελά όλος ο κόσμος μαζί της. Κλαίει και δεν κλαίει ποτέ μόνη της.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0