Με κομμένο δάχτυλο από την ατυχή εκδρομή του στην Καζαμπλάνκα και πολλαπλασιασμένη οργή μετά τις απέλπιδες εκκλήσεις του να τον αφήσουν επιτέλους να αποσυρθεί με την ησυχία του και να πενθήσει σιωπηλός και άεργος, ο Τζον Γουίκ επιστρέφει από τον σαματά του Parabellum σε μια νέα σειρά κοσμοπολίτικων, σκοτεινών συμπλοκών που δίνει τη μεγάλη υπόσχεση, αν και δεν ορκίζεται, να ολοκληρώσει ένδοξα, περίτεχνα και εννοείται αιματηρά ένα (προς το παρόν) τετράτομο έπος σπαρμένο με αζήτητα πτώματα ‒τώρα και στο Παρίσι‒ και ένα ευπρόσδεκτο, καλλιεργημένο ύφος που σιγόβραζε από το προηγούμενο κεφάλαιο. Αν και ο σκηνοθέτης, ο Τσαντ Σταχέλσκι, παραμένει ο ίδιος από το ξεκίνημα ‒ένας κασκαντέρ στην πρώτη φάση της καριέρας του‒, μπορεί να υπερηφανεύεται πως με την αναπάντεχη, γεωμετρικά αυξανόμενη επιτυχία της σειράς που βασίστηκε στους χαρακτήρες του Ντάρεκ Κόλσταντ έδωσε πνοή σε ένα είδος δράσης που ναι μεν επικεντρώνεται στο ασταμάτητο μακελειό ‒και δεν το προδίδει ποτέ‒, αλλά σταδιακά εξελίχθηκε σε κάτι παραπάνω, αφαιρώντας τις μελοδραματικές κορόνες και το περιττό, ισχνό ψυχολογικό υπόβαθρο του πρωταγωνιστή. Ο Γουίκ είναι πλέον γνωστός στους παλιούς του συντρόφους ως Τζόναθαν, ο Τζαρντάνι Τζοβάνοβιτς που παίρνει μυθικές διαστάσεις ως Baba Yaga, το ορφανό από τη Λευκορωσία που εκπαίδευσε η Ρούσκα Ρόμα της Αντζέλικα Χιούστον, και, όπως είδαμε και στο πρώτο μέρος, έχασε τη γυναίκα του και του έχει απομείνει μόνο ο δεύτερος σκύλος του για συντροφιά, και δεν τον σταματά τίποτα και κανένας προκειμένου να ελευθερωθεί από το ισόβιο συμβόλαιο του με την Ιερή Τράπεζα. Βγάζοντας από τη μέση το μεγάλο αφεντικό ή, τουλάχιστον, έναν από τους γνωστούς αρχηγούς, η οργάνωση με τα χιλιάδες τσιράκια και τους παρανοϊκά πιστούς «τμηματάρχες» επιστρατεύει ένα επιτελικό στέλεχος/αδίστακτο κάθαρμα για να ρυθμίσει την εξόντωση του άτρωτου Γουίκ, τον τζεϊμσμποντικά ναζιστικής πόζας και ασαφώς γαλλικής προφοράς Μαρκήσιο ντε Γκραμόν (ελάχιστα τρομακτικός, ίσως λίγο αστείος ο Μπιλ Σκάρσγκαρντ), την ίδια στιγμή που ο διευθυντής του ξενοδοχείου Continental, ο επιπέδου χαϊκού σοφός Γουίνστον (πάντα αξιόπιστος ο Ίαν Μακσέιν), βρίσκει τον μπελά του γιατί πυροβολεί μεν τον Γουίκ, αλλά δεν τον σκοτώνει ‒ για να μην ανησυχείτε, επιστρέφει ορεξάτος και ο σιβυλλικός βασιλιάς του Λόρενς Φίσμπερν, για να αστράφτουν στέρεο οι σαιξπηρικοί αφορισμοί. Γενικά, το στοίχημα αυτής της ταινίας, όπως και των προηγούμενων, είναι με ποιον τρόπο μπορεί ο οποιοσδήποτε να εξουδετερώσει έναν απέθαντο εκτελεστή σε ένα ακόμη αστικό γουέστερν εκδίκησης, από τη στιγμή μάλιστα που κανείς δεν δείχνει να πεθαίνει με ένα χτύπημα ή με έναν μόνο πυροβολισμό. Εκτός από τα όπλα, που παρουσιάζονται με πομπώδη τελετουργικό, παραπέμποντας στον Q, αλλά με αυστηρότητα, για να μην μπερδευόμαστε, τα κοστούμια του Κιάνου Ριβς και των εχθρών του έχουν περάσει στη σφαίρα της τεχνολογικής φαντασίας: ενώ η ατμόσφαιρα της ταινίας ποντάρει σε μια αδιόρατα ρετρό Νέα Υόρκη, όσο επικίνδυνη την έχουμε στον νου μας πριν από την εκκαθαριστική ντισνεοποίησή της, οι στολές είναι πλέον άτρωτες! Ο Γουίκ σηκώνει τον γιακά του και εξοστρακίζει βλήματα που μπορούν να ξεπαστρέψουν οικοδομικό τετράγωνο, και το ενισχυμένο αυτοκίνητό του ελίσσεται αγέρωχα, ακόμη κι όταν καταντά διάτρητο beach buggie ‒ πότε η σειρά μάς εγγυήθηκε ρεαλισμό, για να το κάνει τώρα; Η αλήθεια είναι πως ο φερώνυμος ήρωας, όσο δέος κι αν προκαλεί, ακόμη και με την υποψία του ερχομού του από μακριά, θα έπρεπε να έχει αφανιστεί από τα πρώτα πέντε λεπτά οποιασδήποτε μάχης, αν μιλούσαμε με καθαρούς όρους αληθοφάνειας. Ούτε ο Πρεσβύτερος, ούτε η Καμόρα ‒πόσο μάλλον η αναλώσιμη, διπρόσωπη Πέρκινς‒, ούτε καν ο παντοδύναμος Ρώσος που έχασε τον απερίσκεπτο γιο του αποτέλεσαν σοβαρό αντίπαλο για τον θρυλικό άσο που «κάποτε σκότωσε τρεις σε ένα μπαρ με ένα μολύβι». Ωστόσο, εδώ ο εξοστρακισμένος στόχος των φιλοχρήματων διωκτών του βρίσκει μια ανώτερη απειλή, έναν τυφλό σαμουράι ονόματι Κέιν, που παρά το κλισέ φαίνεται πραγματική απειλή και δραματικά εκπληρώνει τον ρόλο του. Αυτό οφείλεται στον μάστορα των πολεμικών τεχνών της κινηματογραφικής βιομηχανίας του Χονγκ Κονγκ, Ντόνι Γιεν, που αποτελεί ειδοποιό διαφορά, και εμείς, ως Δυτικοί θεατές, έχουμε το προνόμιο να απολαμβάνουμε με φρέσκο μάτι, γιατί σπάνια τον έχουμε δει σε χολιγουντιανές κόπιες ‒ στο Blade 2, αν δεν απατώμαι. Άψογα χορογραφημένος, με πείρα χιλιάδων κινήσεων σε μοτίβα που μοιάζουν ανανεωμένα χάρη στη μαγνητική παρουσία του, δίνει την έξτρα ώθηση στον Σταχέλσκι να δημιουργήσει το πιο χορταστικό, γοητευτικό στην ωμότητά του μπαλέτο στη σειρά, με κορυφαίες σκηνές την καταδίωξη στα Ηλύσια Πεδία και, βέβαια, τη μονομαχία, σαν τανγκό με ανατροπές στη Βασιλική της Μονμάρτρης, και μάλιστα με αναπάντεχο μαύρο χιούμορ ‒ είναι τόσο καλές οι σκηνές που ξεχνάμε προς στιγμήν, εκτός από τη ματαιότητα της λογικής διαρρύθμισης, πως η ικανότητα του Κιάνου Ριβς στους διαλόγους έχει οπισθοχωρήσει στα επίπεδα του Bill and Ted. Η μεθοδικότητα του Ντόνι Γιεν συχνά ισοφαρίζει τη σεναριακά εμβόλιμη παρουσία του Ιχνηλάτη καθώς και τα επαναλαμβανόμενα ‒από το ωραίο δίλημμα στο Τόκιο μέχρι το απαραίτητο ξεκαθάρισμα στα σουκ του Μαρόκου‒, πάντα μνημειωδών προθέσεων σκηνικά δράσης που προσπαθούν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους, γι’ αυτό και, προσθέτοντας απλώς λεπτά στη διάρκεια, όπως ο Killa στη Γερμανία, κουράζουν αναίτια και την ίδια την πλοκή αλλά και τον Κιάνου, που συχνά ακολουθεί ασθμαίνοντας τα ατελείωτα χτυπήματα με ελαφριά καθυστέρηση στις αντιδράσεις του.

 

Είναι μαθηματικά βέβαιο πως οι περισσότεροι θεατές ανυπομονούν να παρακολουθήσουν το περίπου τρίωρο, υπερχορταστικό, ανελέητο Τζον Γουίκ: Κεφάλαιο 4 για να διασκεδάσουν με το επινοητικό ή εξωφρενικό, ανάλογα με το πώς το βλέπει κανείς, σακατιλίκι των Non Player Characters (NPC), σαν ένα video game που είχε την πρωτοτυπία να κυκλοφορεί σε επεισόδια μόνο στα σινεμά, άρα να προσελκύσει και διαφορετικές ηλικίες, τα δημογραφικά κοινά που στενοχωρήθηκαν ιδιαίτερα με τη διολίσθηση της πάλαι ποτέ αναίσθητης πυγμής του 007 ‒ αλλά ακόμη κι εκείνοι θα έρθουν αντιμέτωποι με ένα κομψό και καθωσπρέπει λακωνικό samurai movie για την τιμή και το χρέος, που επιπλέον κρύβει ένα ολοένα και πιο ενδιαφέρον, ανεξερεύνητο μυστήριο γύρω από μια δαιδαλώδη οργάνωση η οποία στέκει πάνω και πέρα από τον νόμο, με τον κώδικά της ευμετάβλητο και τις τυπικές Αρχές παντελώς απούσες. Δεν είναι τυχαία η spin off τηλεοπτική σειρά με επίκεντρο το κεντρικό αρχηγείο των εκτελεστών στα ’70s και πρωταγωνιστή τον Γουίνστον Σκοτ, με τον Μελ Γκίμπσον στον ρόλο, που έχει γυριστεί και προγραμματίζεται να μεταδοθεί φέτος.