Από τον πρώτο κιόλας καβγά ανάμεσα στους Jets και τους Sharks γίνεται ξεκάθαρο πως το West Side Story του 2021, που εκτυλίσσεται πάντα στα τέλη της δεκαετίας του ’50, προοιωνίζεται τη διαιώνιση του κοινωνικού προβλήματος, της εκρηκτικής οργής που οδηγεί νεαρά αγόρια, Πορτορικανούς της φτώχειας και Πολωνούς της ανέχειας, να διεκδικήσουν μια γωνιά της Αμερικής που άλλα τους υποσχέθηκε και τίποτε δεν τους προσφέρει.

 

Θα εξελιχθούν σε white trash ρεμάλια ή σκουρόχρωμους, άμα τη εμφανίσει ύποπτους συμμορίτες. Ο συνοικιακός ντετέκτιβ το θεωρεί δεδομένο κι εκείνοι, στις παρυφές του περίφημου πολεοδομικού εξευγενισμού, το ξέρουν και αποδέχονται ότι περισσεύουν στην αστική εξίσωση. Δυστυχώς, εξήντα χρόνια αργότερα η προφητεία επαληθεύεται. Το περιθώριο έχει μεγαλώσει.

 

Η πολυβραβευμένη και δημοφιλέστατη ταινία των Ρόμπερτ Γουάιζ και Τζερόμ Ρόμπινς από το 1961 μπορεί να υπαινίχθηκε το πλαίσιο και τις συνθήκες, να έβγαλε για πρώτη φορά, και για τα καλά, το μιούζικαλ από τα στούντιο, ωστόσο το DNA της ιστορίας που έγραψε το 1957 για το Μπρόντγουεϊ ο Άρθουρ Λόρενς, σε ακλόνητα διαχρονικούς στίχους του Στίβεν Σόντχαϊμ και θεϊκή μουσική και τραγούδια του Λέναρντ Μπέρνσταϊν, κραυγάζει για το πρόβλημα του ρατσισμού και της αδικίας, όσο κι αν ο αναστεναγμός της μάζας επικεντρώνεται στο ρομαντικό δράμα ανάμεσα στον Τόνι και τη Μαρία.

 

Οι εθνοτικά αταίριαστοι εραστές και η τραγωδία που προκύπτει από την κραταιά αντιπαλότητα των δύο «φυλών» έλκει, βέβαια, την καταγωγή της από τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, αλλά εδώ δεν μιλάμε για Μοντέγους και Καπουλέτους ή για Βροντάκηδες και Φουρτουνάκηδες, για το γινάτι ανάμεσα σε κάστες ευγενών ή για βεντέτες τοπικής στενομυαλιάς που χρονίζει.

 

Το West Side Story αποτελεί διπλή κατάθεση του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Αρχικά, τιμά τη δική του αγάπη για το συγκεκριμένο μιούζικαλ, το πρώτο που άκουσε στο φιλόμουσο σπίτι του και θαύμασε ακούγοντας ξανά και ξανά το cast album, ξεκοκαλίζοντας τα νοήματά του με την πρώιμη δημιουργική του αντίληψη. Κυρίως, όμως, τιμά την άποψή του για την καλπάζουσα διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ιδεατή Αμερική και στην ίδια τη χώρα που, όπως όλα δείχνουν, όχι μόνο δεν έχει αλλάξει αλλά συντηρεί έναν διπολισμό που βάθυνε τα τελευταία χρόνια.

 

Για να πετύχει στην καθόλου εύκολη αποστολή να επαναφέρει ένα έργο που έμοιαζε κινηματογραφικά τελεσίδικο, και ίσως παράταιρο στη σύγχρονη προβληματική, φρόντισε να συνεργαστεί με τους καλύτερους. Με τον διευθυντή φωτογραφίας Γιάνους Καμίνσκι (ήδη βραβευμένο από την Ένωση Κριτικών της Νέας Υόρκης), με τον οποίο γνωρίζονται με κλειστά μάτια και ο οποίος ξέρει πότε να ανάψει όλους τους διακόπτες και πότε να χαμηλώσει τη συναισθηματική ροή του φωτός για να σεβαστεί τις ανθρώπινες θερμοκρασίες. Τον Τζάστιν Πεκ, τον κορυφαίο Αμερικανό χορογράφο αυτήν τη στιγμή, που έδωσε μυώδη ενέργεια στους χαρακτήρες με τις πιο τραχιές, κοφτές κινήσεις τους, αφήνοντας μόνο ως άρωμα έμπνευσης το στυλιζαρισμένο και ραφινάτο μοντέλο του Ρόμπινς. Τον Βενεζουελάνο μαέστρο και σολίστ Γκουστάβο Ντουνταμέλ, αστέρι της Φιλαρμονικής του Λος Άντζελες, που ενορχήστρωσε το υλικό με ευπείθεια αλλά και άνεση, σαν να κυλάει φυσικά η μουσική στον λόγο και από κει στο επόμενο τραγούδι. Και κυρίως με τον Τόνι Κούσνερ, που βρέθηκε μια ανάσα από τα Όσκαρ με τα σενάριά του για το Μόναχο και τον Λίνκολν.

 

Ο πνευματικός δημιουργός του Angels in America αρχικά φοβήθηκε το εγχείρημα, αλλά γρήγορα κατάλαβε πως το μυστικό ήταν να βασιστεί στο θεατρικό, δηλαδή την πρωτότυπη πηγή, να διαμορφώσει τους διαλόγους, «ακούγοντάς» τους πιο φυσικά (είχε τις ευλογίες του Άρθουρ Λόρενς ούτως ή άλλως), και να εμπιστευτεί τους στίχους, αφού στα τραγούδια ζει το συναίσθημα, βγαίνει η αλήθεια των χαρακτήρων και βηματίζει εμπρός το δράμα. Στο γυμνό μάτι δεν υπάρχουν μεγάλες ή δομικά και δραματουργικά σημαντικές διαφορές στις κινηματογραφικές μεταφορές, που έχουν πλέον απόσταση πολύ παραπάνω από μισό αιώνα.

 

Ωστόσο το συνολικό feel της εκδοχής του Σπίλμπεργκ είναι πιο ρεαλιστικό, σωματοποιεί τον χορευτικό διάλογο, διαθέτει ανάσες, ορθότερο κάστινγκ, ανεπαίσθητες διευθετήσεις στην αφηγηματική σειρά και πιο αυθεντικές ερμηνείες ‒ ακόμα και ο άκαμπτος Άνσελ Έλγκορτ είναι πιο έντιμα «βουτυράτος» από τον ολωσδιόλου άοσμο Ρίτσαρντ Μπέιμερ. Οι προσβολές είναι αιχμηρές και οι βρισιές του δρόμου δόκιμες, όσοι απειλούν το εννοούν στο βλέμμα και τη γλώσσα και όταν βγαίνουν τα μαχαίρια, δεν ραψωδείται αόριστα η τραγωδία αλλά σιδερώνονται τα μαύρα ρούχα για την επόμενη κηδεία.

 

Χωρίς να προδίδει τη σκηνική συνθήκη, να πειράζει τη χρονική περίοδο, να αλλάζει τη σύνθεση (με τη μόνη προσθήκη μιας trans έφηβης που αποτελεί τον εύκολο στόχο και λειτουργεί ως αναχρονιστικός παρατηρητής, με αυτοπεποίθηση και θάρρος) ή να μπει στον πειρασμό να προσθέσει ένα ακόμη τραγούδι για να τσιμπήσει νεανικότερο κοινό ή κάποια αδέσποτη υποψηφιότητα βραβείου στη συγκεκριμένη κατηγορία, το δικό του West Side Story βρίσκεται μεν στην κάψουλα που προϋποθέτουν το ιδίωμα, η γειτονιά, η αδιέξοδη θυμωμένη μοιρολατρία των ηρώων, υπενθυμίζει δε το παράθυρο στον έξω κόσμο και συνεχώς ατενίζει προς το όνειρο που διαφεύγει από αυτήν τη μικρή, δειγματοληπτικά χαρακτηριστική μικροκοινωνία των ελεύθερων πολιορκημένων, τη ζωή που δικαιούνται τα νιάτα ‒ και όχι μόνο από το κληρονομικό δικαίωμα των ερωτευμένων. Οι απίστευτες κινήσεις της κάμερας, τα trademark εναρκτήρια πλάνα του και η επινοητικότητά του στα κάδρα δεν έχουν κοπάσει και βέβαια δεν δείχνουν την ηλικία του.

 

Ας μη θεωρηθεί πως το West Side Story είναι ένα ρεβιζιονιστικό δράμα που καταγγέλλει τη φαλλοκρατική Αμερική ή πως ξεφοδράρει ένα αριστούργημα για να επικαιροποιηθεί ευκαιριακά. (Δεν θα ακουγόταν πολύ Σπίλμπεργκ αυτή η υπόθεση.) Παραμένει καθαρόαιμο μιούζικαλ που σκάει από χαρά και χορό, αγαλλιάζει από αγάπη και κλαίει γοερά στα βάσανα. Αλλά έχει μυαλό και ψυχή, κάτι που ο τεχνικά άπιαστος Σπίλμπεργκ δεν βρίσκει πάντα, όπως συνέβη στο Πορφυρό Χρώμα ή στο Για Πάντα, που κατακλύστηκε από την αστάθμητη ροπή του στο μελωμένο ρομάντζο.

 

Μουσικοχορευτικά πετάει και αφηγηματικά κυλάει σαν νερό, από την αδρεναλίνη του ξεκινήματος ως τη λιτανεία του φινάλε. Διατρέχεται από διακριτική, αφομοιωμένη πολιτική εγρήγορση, σέβεται απόλυτα το ζευγάρι, αλλά καταφέρνει να μετακινείται με σβελτάδα από τον ερωτικό καημό τους στον ιδρώτα των οικείων τους.

 

Στον ρόλο της Βαλεντίνα (που στο original κρατούσε ο ανδρικός χαρακτήρας του Ντοκ), η 89χρονη Ρίτα Μορένο, που το 1962 είχε κερδίσει το Όσκαρ β’ ρόλου ως Ανίτα, είναι η συγκινητική γέφυρα στον χρόνο, με την επαυξημένη αρμοδιότητα να γίνει, εκτός από μέντορας, η συνείδηση της κοινότητας των Πορτορικανών, ως Λατίνα και η ίδια. Και η Ρέιτσελ Ζέγκλερ, με καταγωγή από την Κολομβία, διάφανη και «ζωντανή», είναι η αποκάλυψη της χρονιάς ως Μαρία, που, χωρίς να φταίει, απέτυχε να συλλάβει κάτω από το όμορφο περίβλημα η τόσο λευκή, ζυμωμένη στα χέρια του Καζάν και του Νίκολας Ρέι, Νάταλι Γουντ.