«Τέτοια φωνή εμφανίζεται μια φορά στη ζωή ενός ανθρώπου, αλλά ήταν ανάγκη να γίνει στη δική μου;» χαριτολογούσε ο μεγαλύτερος σταρ της δεκαετίας του ’30 στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση και βέβαια στο τραγούδι, Μπινγκ Κρόσμπι, σχολιάζοντας την απίστευτη επιτυχία του ειδώλου των bobby soxers, εφήβων στα ’40s, Φρανκ Σινάτρα. Τα μέσα της εποχής, στάζοντας βιτριόλι εφάμιλλο των τωρινών social, εφηύραν κόντρα μεταξύ των δύο, μια επινοημένη έχθρα που ελάχιστη σχέση είχε με την πραγματικότητα. Κι ενώ ο χρόνος φέρθηκε ευνοϊκότερα στο άστρο του νέου «αυτοκράτορα» Φράνκι, καθώς ο κόσμος τον γνωρίζει και τον ακούει ακόμη, τα κατορθώματα του εξίσου cool στα χρόνια της ακμής του, τυπικά εκθρονισμένου Κρόσμπι έχουν ξεχαστεί και το status του φαντάζει, αδίκως, γερασμένο, με εξαίρεση του αιώνιο «White Christmas» που, παρεμπιπτόντως, παραμένει το Νο1 single όλων των εποχών παγκοσμίως.

 

Κι όμως, ο βελούδινος βαρύτονος υπήρξε ο πρώτος multimedia καλλιτέχνης, πούλησε τόσα αντίτυπα όσα και οι πιο επιτυχημένοι συνάδελφοί του της μετά-ροκ εποχής, επηρέασε, από τον Πέρι Κόμο ως τον Τζον Λένον, όσους τραγουδιστές μπορούν να βάλουν δύο τουλάχιστον νότες στη σειρά, και κατανόησε από πολύ νωρίς τη σημασία της διασταύρωσης της τεχνολογίας με την επαφή με το κοινό, κερδίζοντας Όσκαρ α’ ρόλου στα χρόνια του πολέμου, τότε που έβγαινε σερί και ανενόχλητος ο δημοφιλέστερος και εμπορικότερος όλων, με το πατρικό του προφίλ, το υπόγεια σκανδαλιάρικο ύφος του και τη μαγικά μελωδική του φωνή. Ώσπου κατέφθασε ο Σινάτρα και ξετρέλανε τα πιτσιρίκια – προηγήθηκε του Έλβις. Ο Κρόσμπι, αντί να τον σνομπάρει, τον έκανε σύμμαχο και τον έβγαζε δίπλα του συχνά στο ραδιόφωνο, στις εκπομπές του, για παρλάτες, αστεία και ντουέτα. Ο Σινάτρα επωφελήθηκε από την ιπποτική συμπεριφορά του ειδώλου του και έμαθε, από τα καλά λόγια που άκουσε και την ευγενική μεταχείριση από του επιφύλαξε ο «βασιλιάς του τραγουδιού» πως έτσι έπρεπε να φερθεί και στους επόμενους. Και όταν γνώρισε μια αναπάντεχη πτώση από την κορυφή, ο αγαπημένος του μέντορας τον συμβούλεψε σοφά και ψύχραιμα, και επανήλθε θριαμβευτικά με Όσκαρ β’ ρόλου για το «Όσο υπάρχουν άνθρωποι» και μια δεύτερη, ακόμα σπουδαιότερη καριέρα στα πλατό, στο πάλκο, στα καζίνο, στις τουρνέ και στη δισκογραφία, αυτήν που τον εδραίωσε στην κορυφή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο Κρόσμπι, που παρέμεινε εξαιρετικά ενεργός μέχρι την αξέχαστη τελευταία εορταστική τηλεοπτική του εμφάνιση μαζί με τον Ντέιβιντ Μπόουι, δεν πούλησε εκατομμύρια δίσκους και δεν εμφανιζόταν σε όλον τον κόσμο μέχρι τον ξαφνικό θάνατό του το 1977 από καρδιακή προσβολή, μετά από φιλικό αγώνα γκολφ στην Ισπανία – οι αποχαιρετιστήριες κουβέντες του ήταν «ελάτε να πιούμε μια Κόκα-Κόλα όλοι μαζί!». 

 

Η πρώτη και μοναδική κοινή τους εμφάνιση στο σινεμά έγινε το 1956 στην πολυαναμενόμενη και πολυδιαφημισμένη διασκευή της τεράστιας επιτυχίας του Τζορτζ Κιούκορ, «Κοινωνικά σκάνδαλα». Με τίτλο «High Society», η πλοκή παραμένει, με μικρές τροποποιήσεις, στο ίδιο πλαίσιο, αυτό της αμερικανικής υψηλής κοινωνίας, με τον Ντέξτερ Χέιβεν του Κρόσμπι να είναι μουσικός της τζαζ, γείτονας και πάντα ερωτευμένος με την πρώην σύζυγό του, την κοσμική, ψηλομύτα και ερωτευμένη με έναν άσχετο φλώρο του κύκλου της Τρέισι Λορντ, και τον ορεξάτο ρεπόρτερ του Σινάτρα να φτάνει (μαζί με τη Σελέστ Χολμ) στο Νιούπορτ, όπου γίνεται παραδοσιακά το φημισμένο τζαζ φεστιβάλ, για να βγάλει λαβράκι για τον πατέρα της Τρέισι Λορντ μόνο και μόνο για να γίνει καταλύτης σε μια αγάπη που ουσιαστικά δεν έσβησε ποτέ. Η κινηματογραφική συνεύρεση των Κρόσμπι, Σινάτρα και Γκρέις Κέλι, και μάλιστα στον κύκνειο ρόλο της πριν βγάλει εισιτήριο χωρίς επιστροφή για Μονακό και ενδώσει οριστικά στα πριγκιπικά της καθήκοντα, με σίγουρο κείμενο, τα σινιέ κοστούμια της Ίντιθ Χεντ, την εγγύηση παραγωγής της MGM και το σταθερό χέρι του ειδικού σε μιούζικαλ, χορογράφου και σκηνοθέτη του «Ziegfield Follies» και του «Lili», Τσαρλς Γουόλτερς, είχε δεδομένη την επιτυχία.

 

Όντως, έτσι έγινε, και το «High Society» μπήκε στη δεκάδα της χρονιάς με ένα αποτέλεσμα αξιοπρεπώς λαμπερό, αλλά ως εκεί: το πολυτελές πρόβλημα που διατρέχει τη ρομαντική κομεντί των μεγαλύτερων σταρ της εποχής είναι πως λείπει η ελεγχόμενη τρέλα των πρωτότυπων πρωταγωνιστών του «Philadelphia Story», η screwball χημεία ανάμεσα στον περιπαικτικό Κάρι Γκραντ, στην ακαριαία και τόσο πειστικά σνομπ Κάθριν Χέπμπορν, η οποία είχε αγοράσει τα δικαιώματα του θεατρικού του Μπάρι και είχε πρωτοπαίξει τον ρόλο στο θέατρο στη μεγάλη της επιστροφή από τα κατάστιχα του συστήματος, και στη μετεφηβική αφέλεια του Τζέιμς Στιούαρτ, που του είχε χαρίσει το Όσκαρ α’ ανδρικού ρόλου, ίσως για να ισοφαριστεί η παράλειψή του από τους νικητές την αμέσως προηγούμενη χρονιά. Ωστόσο, το μεγάλο bonus ανάμεσα στην πλαδαρή πρόζα είναι τα original τραγούδια που έγραψε για την ταινία ο Κόουλ Πόρτερ, ένα ακόμη φανταχτερό όνομα στα credits, που δεν γινόταν να πει όχι στη δελεαστική πρόταση και αποφάσισε κι εκείνος με τη σειρά του να επανέλθει μετά από μεγάλη απουσία στη μεγάλη οθόνη.

 

Τα νούμερα, περισσότερο τραγουδιστικά και λιγότερα χορευτικά, είναι όλα καλόγουστα, επαγγελματικά εκτελεσμένα και ως έναν βαθμό απολαυστικά. Ειδικά το «I love you, Samantha» με τον χαλαρό Κρόσμπι και το «You ’re sensational» με τον πιο ηλεκτρισμένο Σινάτρα είναι υπέροχα, όπως και η προσθήκη του πάντα ευπρόσδεκτου Λούι Άρμστρονγκ στην τζαζ πινελιά που επιχειρεί το όλο σκηνικό γύρω από το Newport, αλλά αυτά που κλέβουν την παράσταση είναι το σκωπτικό, βιρτουόζικο «Well, did you Evah», το μοναδικό ντουέτο των Κρόσμπι - Σινάτρα στο φιλμ, δανεικό από ένα παλιότερο μιούζικαλ υπογεγραμμένο από τον Πόρτερ, γιατί δεν υπήρχε άλλο που να τους συνταιριάζει στην πλοκή (οι ίδιοι οι τραγουδιστές επέμεναν να συμπεριληφθεί, απόδειξη πως η έχθρα μεταξύ τους στα γυρίσματα ήταν κατασκευασμένος κιτρινισμός), και το απαλό, διαχρονικό «πλωτό» ντουέτο των Κρόσμπι - Κέλι, το «True Love», που μαζί με τη μουσική προτάθηκε για Όσκαρ, χάνοντας από το χιτσκοκικό «Que sera, sera».

 

Για την ιστορία, το «High Society», από ένα λάθος χωρίς προηγούμενο, προτάθηκε και για το πρωτότυπο σενάριο, αν και, ως διασκευή της διασκευής, δεν ήταν: οι ψηφοφόροι το μπέρδεψαν με μια συνώνυμη μπαλαφάρα της σειράς, φτιαγμένη από μια νεοϋορκέζικη ομάδα που λεγόταν Bowery Boys. Παραδόξως η Ακαδημία δεν πήρε χαμπάρι το μπέρδεμα και το υπέβαλε ως νόμιμη συμμετοχή! Ευτυχώς, οι εμβρόντητοι από την αναπάντεχη τιμή κωμικοί έκαναν το καθήκον τους και, αφού ευχαρίστησαν τα μέλη, απέσυραν τα ονόματά τους από την άλλα αντ’ άλλων πεντάδα, μπλοκάροντας περαιτέρω ρεζίλεμα.