Βασισμένος στο μυθιστόρημα του Ίαν ΜακΓιούαν, και σε δικό του σενάριο, ο «Νόμος περί τέκνων» του Ρίτσαρντ Έιρ εξερευνά τη λεπτή γραμμή της εφαρμοσμένης ηθικής μέσα από τα μάτια και τη στυφή αποστολή μιας δικαστού, άτεγκτης και φαινομενικά τακτοποιημένης, όταν της χτυπούν ταυτόχρονα την πόρτα ένα επαγγελματικό και ένα προσωπικό δίλημμα.

 

Ο σύζυγός της της ανακοινώνει πως θα τα φτιάξει με μια πολύ νεότερη συνάδελφό του, υπενθυμίζοντάς της, πολιτισμένα, αλλά εμφατικά, πως η ερωτική τους σχέση αποτελεί παρελθόν με δική της υπαιτιότητα. Την ίδια περίοδο, η Φιόνα Μέι καλείται να αποφασίσει αν θα χορηγηθεί αίμα σε έναν 17χρονο, του οποίου οι γονείς, όπως και ο ίδιος, το αρνούνται κατηγορηματικά, επικαλούμενοι την πίστη τους ως μαρτύρων του Ιεχωβά.

 

Ο νόμος είναι σαφής, υπέρ της προστασίας της ζωής του ανήλικου σε μια χώρα όπως η Μεγάλη Βρετανία με το στιβαρό, θεμελιωμένο δίκαιο. Κι ενώ η απόφαση είναι εύκολη, η Μέι επιλέγει να επισκεφτεί τον περίπου ενήλικο Άνταμ στο νοσοκομείο για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασιν αν η κρίση του έχει επηρεαστεί από τους γονείς ή την ασθένειά του και κατά πόσον έχει επίγνωση της αυτοκτονίας που μοιάζει να έχει διαλέξει για τον εαυτό του.

 

Η ταινία ξεκινά ως ανταλλαγή νομικών επιχειρημάτων γύρω από την κοσμική κοινωνία και τα σκοταδιστικά απομεινάρια της πίστης (χρησιμοποιώντας έξυπνα αίρεση που δεν είναι ο εύκολος στόχος, ο μουσουλμανισμός) και σταδιακά μεταφέρεται στις αποκαλυπτικές αποχρώσεις της σπουδαίας Έμα Τόμσον.

 


Η σκηνοθεσία του Ρίτσαρντ Έιρ χειρίζεται τα θέματα νηφάλια, γιατί το υπέροχο κείμενο του ΜακΓιούαν εκφέρει με ακρίβεια την ένταση όποτε χρειάζεται, συνδυάζοντας το αγγλοσαξονικό πνεύμα εγκράτειας με την οικουμενικότητα.

Ανάμεσα στη λογική και στην ευαισθησία που έχει ανάγκη ένας άνθρωπος στη θέση της, παλεύει χαμηλόφωνα, μοναχικά κι επώδυνα, χωρίς να το δείχνει, με την ηθική και την επιθυμία: η «δίκαιη» πρόταση του άνδρα που την αγαπά και νοιάζεται γι' αυτήν σκοντάφτει στο γράμμα του συζυγικού νόμου, στην απιστία που οφείλει να τιμωρηθεί ‒ διότι, η ίδια ποτέ δεν ισχυρίστηκε πως είναι προοδευτική ή τέλεια.

 

Από την άλλη, κρίνοντας πως καλό είναι να υπερβεί τα εσκαμμένα και να πάει στο νοσοκομείο για μια ειλημμένη απόφαση, φανερώνει τη ρωγμή της συμπόνιας από μια γυναίκα που δεν έχει δικό της παιδί, δεν μοιράζεται με άλλους θέματα προσωπικής πίστης, ωστόσο γνωρίζει μέσα της πως κανένα νομικό σύστημα δεν υφίσταται σε κενό αέρος αφού αφορά ανθρώπους σε μια κοινωνία που συνεχώς ζυμώνεται και δημιουργεί αποχρώσες ενδείξεις και ξεχωριστές περιπτώσεις.

 

Η πάλη είναι κρουστή στο πρόσωπο και τις κινήσεις της και η ερμηνεία της άξια θαυμασμού για μια ακόμη φορά. Ξεδιπλώνει συμπόνια, ποτέ φιλευσπλαχνία.

 

Η σκηνοθεσία του Ρίτσαρντ Έιρ χειρίζεται τα θέματα νηφάλια, γιατί το υπέροχο κείμενο του ΜακΓιούαν εκφέρει με ακρίβεια την ένταση όποτε χρειάζεται, συνδυάζοντας το αγγλοσαξονικό πνεύμα εγκράτειας με την οικουμενικότητα.