Η CIA ξεκίνησε σαν μια εσωτερική υπόθεση 18 ατόμων, και αυτή τη στιγμή είναι ένας μυστικός κολσσός που απασχολεί 27.000 εργαζόμενους. Έχουμε ακούσει έναν τόνο φιλολογίας και φημολογίας για τη δράση της, έχουμε συγκινηθεί και εξοργιστεί με τα κατορθώματά της, και δεν υπάρχει πολίτης σ' αυτόν τον κόσμο που να μην επηρεάζεται από την ανομολόγητη πολιτική της. Υπάρχει μια εκπληκτική ατάκα του Τζο Πέσι, ο οποίος επανεμφανίζεται για ένα ζουμερό λεπτό στο σινεμά μετά από χρόνια απουσίας, και αναρωτιέται σε τι στην ευχή πιστεύει η CIA, από τη στιγμή που κάθε εθνικό γκρούπ στη χώρα έχει αναλάβει τις ευθύνες και τις «γειτονιές» της αρμοδιότητάς του, μόνο και μόνο για να δεχθεί την πληρωμένη απάντηση του Γουίλσον «εμείς έχουμε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής». Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, η ταινία του Ντε Νίρο Ο Καθοδηγητής δεν είναι απλώς μια κατασκοπική περιπέτεια, αλλά το χρονικό της περιπέτειας της επίσημης κατασκοπείας. Το κέντρο της γέννησής της είναι ένας Έντουαρντ Γουίλσον, τυπικός ιδεολόγος, για να υπηρετήσει τις ΗΠΑ και να διαφυλάξει τα συμφέροντά της με κάθε δυνατό τρόπο, ενόψει του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Προερχόμενος από καλή οικογένεια αλλά με το τραύμα του πατέρα που αυτοκτόνησε όταν εκείνος ήταν μικρός, σταδιακά εισχωρεί στους κύκλους μιας μασονικής στοάς και αναλαμβάνει υπεύθυνα πόστα, πάντα με μυστικές εντολές απευθείας από την προεδρία της χώρας του. Όσο φλου είναι η έννοια του Νέου Κόσμου και της ελευθερίας στην υπερήφανη χώρα των μεταναστών, τόσο περισσότερο προσπαθεί αυτός να συγκεκριμενοποιήσει την αποστολή του. Είναι εργασιομανής, εις βάρος της οικογένειας που δημιούργησε από μια τυχαία εγκυμοσύνη της μέλλουσας συζύγου του (Αντζελίνα Τζολί), και απόλυτα αφοσιωμένος στο καθήκον. Το τέλειο θύμα δηλαδή για την ασαφή και βρόμικη ιδέα της καμουφλαρισμένης ρουφιανιάς και της οργανωμένης πάταξης κάθε λογής συνωμοσίας. Ο Ματ Ντέιμον είναι τέλειος γι' αυτόν το ρόλο, του υπνωτισμένου στρατιώτη με την ευπροσάρμοστη συμπεριφορά, ένα άτομο που ξεχειλίζει από ικανότητες και εξυπνάδα, αλλά αισθάνεται ότι πρέπει να ανήκει σε μια ανώτερη δύναμη για να καθοριστεί.

Ετεροπροσδιορισμένος και εθισμένος στον ψίθυρο του μεγαλοϊδεατισμού, κάνει το μεγάλο βήμα: από τα αυτιά και τα μάτια της νεόκοπης υπηρεσίας γίνεται η καρδιά και η ψυχή της, ξεπουλώντας έτσι τον πρώτο του έρωτα, τη σύζυγό του, το στήριγμα που τόσο ανάγκη είχε ο γιος του, αλλά και κάθε αίσθηση φιλίας και εμπιστοσύνης στο συνάνθρωπό του. Το επίτευγμα του Ντε Νίρο είναι πως -μέσα από την προσωπική ιστορία ενός άχρωμου, κατευθυνόμενου χαρακτήρα (κάτι που οΝτέιμον έχει επαναλάβει μαεστρικά και στις δύο περιπέτειες του Jason Bourne)- μεταβαίνει βελούδινα από την υπόσχεση της μεγάλης ιδέας στην αθλιότητα της ακόμη μεγαλύτερης παράνοιας. Η CIA βασίζεται στο αξίωμα ότι όλοι οι πελάτες της (οι κάτοικοι της χώρας) είναι εχθροί και δυνητικοί τρομοκράτες. Ο Καθοδηγητής, ένας ρομποτικός υπάλληλος χωρίς προσωπικότητα και αισθήματα, ενσαρκώνει το μοντέλο του νομοθέτη, δικαστή και εκτελεστή, χωρίς χαρτοφυλάκιο και επιπτώσεις για τις στιγμιαίες αποφάσεις του. Είναι προφανές ότι ο Ντε Νίρο γούσταρε πάρα πολύ τη σημειολογία της κατασκοπείας και δεν επιδίωξε να την αναθεωρήσει αναπαράγοντας το είδος -άρα και τα κλισέ που το ακολουθούν-, αλλά να ψάξει την πολιτική της διαδρομή. Με τη συνδρομή του Κόπολα στην παραγωγή, η ταινία θα μπορούσε να είναι υβρίδιο του Νονού (η οικογένεια über alles) και της Συνομιλίας (η μονάδα που συνθλίβεται από το καθεστώς της παράνοιας). Ο Ντε Νίρο, χωρίς να ξαφνιάζει ή να ανατρέπει, πολύ στρωτά και στρογγυλά (με το σενάριο του ικανότατου Έρικ Ροθ) αρθρώνει την άποψή του και τοποθετείται καθαρά. Κατ' αυτόν, όποιος κόβεται από τις ρίζες του και ξεπουλάει τον εαυτό του χάνει την ουσία του απώτερου στόχου του, και μαθηματικά οδηγείται σε πανωλεθρίες που είναι πολύ δύσκολο να αποτιμηθούν. Στα μείον της ταινίας, η μεγάλη της διάρκεια και το μισκάστ της Αντζελίνα Τζολί.