Πιστή μαθήτρια του Πίτερ Γκρίναγουεϊ, η Σόφι Φάινς (αδελφή του Ρέιφ και της Μάρθα) υποστηρίζει άλλον ένα διανοούμενο, για να «κατεβάσει» τις ιδέες του στο ευρύ κοινό μέσω του σινεμά. Ο Σλοβένος Ζίζεκ είναι παγκόσμιας φήμης περιπτωσάρα: θεωρητικός και πολιτικός στοχαστής της σχολής του Μαρξ και του Έγελου και νεο-λακανικός ψυχαναλυτής, περιοδεύει και δίνει διαλέξεις διχάζει τους ειδικούς, προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις. Μερικοί πιστεύουν πως είναι ιδιοφυής και άλλοι πως είναι ο Μπόρατ της φιλοσοφίας ή ένας πιθανός αγκιτάτορας της νεομαρξιστικής πρακτικής. Έχοντας γυρίσει την πλάτη στην ακαδημαϊκή καριέρα, ο Ζίζεκ προτιμάει να πετάει στην αρένα της σκέψης προβοκατόρικες ιδέες, καλύπτοντας θέματα από τον αθεϊσμό μέχρι τον Χίτλερ, και να απολαμβάνει τις αντιδράσεις. Ασχολείται με την ποπ κουλτούρα και τις συμπαραδηλώσεις της (άλλωστε, κι αυτός ποπ είναι με τον τρόπο του) και παρατηρεί το σινεμά και τα κρυφά νοήματα του μέσα από γνωστές και ξεχασμένες ταινίες. Στο προηγούμενο φιλμ του έπιασε στο στόμα του καμιά 50αριά ταινίες και μερικώς αποδόμησε τη ματιά μας προς αυτές, φρεσκάροντας τη μνήμη του θεατή με εποικοδομητικό και αρκετά διασκεδαστικό ύφος. Εν μέρει σίκουελ, ο Οδηγός ιδεολογίας για διεστραμμένους χρησιμοποιεί το σινεμά ως πλατφόρμα για να επεκταθεί προς τη βασική του ασχολία, την ιδεολογία, υπό το πρίσμα του συσχετισμού του περιεχομένου της εικόνας με την ανθρώπινη συμπεριφορά. Ξεκινάει την κινηματογραφική του διαδρομή σε ένα αγαπημένο του φόντο, έναν σκουπιδοτενεκέ - τα αστικά υπολείμματα του καπιταλισμού; Πεποίθησή του είναι πως το Χόλιγουντ έχει μιλήσει για πολλά και ενδιαφέροντα με εντελώς έμμεσο τρόπο, δηλαδή έχει υπάρξει επαναστατικό, χωρίς να το έχει πάρει καν χαμπάρι, όπως το They Live του Κάρπεντερ, το οποίο χαρακτηρίζει καθαρά αριστερίστικο έργο. Αυτό δεν είναι τίποτα: μια από τις κλασικότερες σκηνές στη Μελωδία της Ευτυχίας, εκεί που η ηγουμένη τραγουδάει ατενίζοντας το παράθυρο της μονής το «Climb every mountain» και απελευθερώνει τη Μαρία από τα δεσμά της καρτποσταλικής καλογερικής, δίνει στον Ζίζεκ την αφορμή να διαχωρίσει την απόλαυση από τη βασική χαρά, εκλαμβάνοντας το «πήδα τα βουνά» ως ωδή στη λαγνεία και τη σεξουαλική επιθυμία. Μπορεί. Αν και αστεία περιγραφικός και αποσπασματικά αναλυτικός, με τα βαριά, αλλά περιποιημένα, καλλιεργημένα αγγλικά του, ο Ζίζεκ έχει μια ακατανίκητη ικανότητα να κλιμακώνει με ενθουσιασμό σοφιστείες που μοιάζουν με επιχειρήματα, είτε σχολιάζει το West Side Story, είτε ένα διαφημιστικό της Coca-Cola. Βασικά αδιαπέραστος και απατηλά απλοϊκός, δεν βγάζει πάντα νόημα, αλλά δεν υπάρχει άλλος που να έχει τολμήσει παρόμοιο ψυχαναλυτικό remix στο αμερικάνικο σινεμά, προσπαθώντας να εφαρμόσει τις φιλοσοφικές τάσεις του ’60 με τη βασική αρχή πως τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται. Όπως και στην προηγούμενη ταινία του, εχθρός του δεν είναι η αντιτουριστική εμφάνιση, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά η μεγάλη διάρκεια της ταινίας (πάνω από 2 ώρες), που αποδυναμώνει και επαναλαμβάνει.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0