Για τις υπηρεσίες του στη δημιουργία μιας αγαπησιάρικης, ρομαντικοφανούς, σαφώς πιο ανθρώπινης και συμπαθούς εικόνας της Βρετανίας και των Άγγλων, και ειδικά του σύγχρονου Λονδίνου, ο σεναριογράφος Ρίτσαρντ Κέρτις θα πρέπει να παρασημοφορηθεί από τη χώρα του πάραυτα. Η Cool Britannia που ευαγγελίστηκε ο Τόνι Μπλερ έγινε στα χέρια του ένα συνεχές παραμύθι με γλυκούληδες ντροπαλούς και χαριτωμένες κοπέλες, που στις καλές του στιγμές, τις έξυπνες, καλογραμμένες και πνευματώδεις, όπως στο 4 Γάμοι και Μια Κηδεία, είχε πλάκα και φρεσκάδα. Στο Μια Βραδιά στο Νότινγκ Χιλ μετατράπηκε σε ένα καλοστημένο κοντράστ αγγλόφωνης κουλτούρας, με τη σταρ του Χόλιγουντ να φτάνει να ερωτευτεί κεραυνοβόλα το παραμύθι, όπως κάποτε το Χόλιγουντ, μέσω του Γκρέγκορι Πεκ, ερωτεύτηκε τον αυθορμητισμό της πριγκίπισσας Όντρεϊ Χέμπορν, στις Διακοπές στη Ρώμη. Και όσο ο Χιού Γκραντ παρέμενε ένας ικανός φορέας του λόγου του, δηλαδή μέχρι το Love Actually, ο Κέρτις συνέχιζε ακάθεκτος και σχετικά αλώβητος. Με το Όσα Φέρνει ο Χρόνος η γλυκύτητα έγινε γλυκανάλατη, η συγκίνηση μελούρα και η χάρη χαριτωμενιά. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο στην αναπαραγωγή ενός αφόρητα τέλειου Λονδίνου, αλλά στην καρδιά της ταινίας: το τέχνασμα του ταξιδιού στο χρόνου δεν στέκει με τίποτε, κλωθογυρνάει γύρω από την ιδέα πως αν αλλάξεις κάτι πίσω από ένα χρονικό σημείο χάνονται όλα αυτά που ήρθαν μετά, και ο 21χρονος πρωταγωνιστής που το μαθαίνει, συνειδητοποιεί το πεπερασμένο της επιλογής του με όλα τα δυσάρεστα παρελκόμενα. Πίσω-μπρος, το φιλμ δεν έχει τελειωμό, και μετά τα ευτράπελα της ανακάλυψης αυτής της μαγικής ικανότητας, έρχονται αδικαιολόγητα, παρατεταμένα δάκρυα, εκβιαστικά και καθόλου αυθεντικά. Ο Μπιλ Νάϊ, ο μπαμπάς του συνεσταλμένου, ανασφαλούς γιού, άνετα κερδίζει το θαυμασμό, ως ο πιο ψύχραιμος και καίριος χαρακτήρας, στη λύπη και τη χαρά των σκηνών που μοιράζεται με τους υπόλοιπους.