Ο Μεσαούντ κατατάσσεται στον γαλλικό στρατό στην Ινδοκίνα. Ο Αμπντελκαντέρ γίνεται επικεφαλής του κινήματος για την ανεξαρτησία της Αλγερίας. Ο Σαΐντ μετακομίζει στο Παρίσι και αναζητά την τύχη του στα σκοτεινά κλαμπ και στις λέσχες μποξ της Πιγκάλ. Σταδιακά, οι ασύνδετοι δρόμοι των τριών αδερφών θα τους ξαναφέρουν κοντά στη γαλλική πρωτεύουσα.

Έξυπνα και μαεστρικά, ο Ρασίντ Μπουσαρέμπ αποφεύγει τον σκόπελο της καθαρά πολιτικής ταινίας, που μπορεί να τον έβγαζε σε αναποτελεσματικά μονοπάτια, και δομεί τους χαρακτήρες γύρω από τον άξονα του γκανγκστερικού saga, στο ύφος του Νονού - με την ακαδημαϊκή αφήγηση, την ψύχραιμη και στιβαρή αναπαράσταση εποχής και την επική διαδρομή των αδελφών, η σύγκριση είναι αναπόφευκτη, αλλά ο μαθητής στέκεται αξιοπρεπέστατα δίπλα στο πρότυπό του, έστω κι αν δεν υπάρχει η κυριαρχική φιγούρα του πάτερ-φαμίλια που κινεί τα νήματα.

Ως προς το θέμα του αντάρτικου και της συσπείρωσης σε έναν αντιστασιακό αγώνα, παραπέμπει και στο κλασικό L’ Armee des οmbres του Μελβίλ, το οποίο τοποθετείται στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και, αντί για την προδοσία στην ταινία του 1969, εδώ πρωταγωνιστεί η ένταση της ιδεολογικής δέσμευσης. Τις διαφορετικές προσωπικότητες αυτών των παιδιών της διασποράς ενώνει η μνήμη της τραγωδίας, ένας τόπος αδικημένος, ένα λαός ευνουχισμένος και κατεχόμενος κι ένας αγώνας αυτονόμησης σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, που συνεχίζεται σε μια ξένη μητρόπολη, το Παρίσι.

Μετά το Indigenes, ο Μπουσαρέμπ συνεχίζει την εξερεύνηση των γεγονότων που οδήγησαν στο αντάρτικο και ξεκινά από την ταπείνωση του φιλότιμου πατέρα των τριών αδελφών, ο οποίος χάνει τη γη στη δεκαετία του ‘30 και στη συνέχεια τη ζωή του στις κινητοποιήσεις στο Σετίφ τον Μάιο του 1945 που κατέληξαν σε σφαγή Αλγερινών διαδηλωτών και αμάχων. Ο Μεσαούντ, ο Αμπντελκαντέρ και ο Σαΐντ προσωποποιούν τις βαθμίδες τις εκδίκησης και ενώνονται στα κρίσιμα σημεία, μπερδεύοντας τα όρια της πολιτικής στράτευσης με την προσωπική εμπάθεια.

Η αλά παλαιά κινηματογράφηση βοηθάει τον Μπουσαρέμπ να δώσει κύρος και gravitas σε μια καθαρά παρτιζάνικη ταινία και να ενισχύσει τη θέση του, εναρμονίζοντας το ύφος με την εποχή που περιγράφεται (αντί, για παράδειγμα, να επιλέξει κάμερα στο χέρι ή πιο σβέλτο, σύγχρονο μοντάζ). Δίνοντας, τέλος, τον χρόνο που αρμόζει στον καθένα από τους τρεις αδελφούς, αντικαθιστά την παιδαγωγική ρητορεία με δραματικότητα. Το Πέρα απ’ τον νόμο ήταν υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.