Πριν από λίγους μήνες είδαμε στις ελληνικές αίθουσες το εξαιρετικό ντεμπούτο της Γεωργιανής Ντέα Κουλουμπεγκασβίλι, το Beginning, αυτή την εβδομάδα έρχεται (επιτέλους) και η ταινία που την έβαλε στον διεθνή κινηματογραφικό χάρτη, το April. Στο επίκεντρο της δράσης βρίσκεται και πάλι ένας γυναικείος χαρακτήρας που δοκιμάζεται από την πατριαρχική γεωργιανή κοινωνία, αν όμως εκεί η σύγκρουση ήταν κυρίως εσωτερική, εδώ είναι πρωτίστως εξωτερική.

 

H Nίνα είναι μια εξαίρετη γυναικολόγος που δουλεύει σε επαρχιακή κλινική. Όταν ένα βρέφος πεθαίνει, ο πατέρας στρέφεται εναντίον της, καθώς είναι κοινό μυστικό ότι η Νίνα πραγματοποιεί κρυφά αμβλώσεις και χορηγεί χάπια αντισύλληψης σε γυναίκες στα γύρω χωριά. Μα από τη στιγμή που στη Γεωργία επιτρέπεται η άμβλωση εδώ και χρόνια, πού είναι το πρόβλημα, θα αναρωτηθεί κανείς. Στη γεωργιανή επαρχία, λόγω σκληρού συντηρητισμού και θρησκοληψίας, δεν έχει κατακτηθεί η επονομαζόμενη «συνείδηση δικαίου» ως προς την άμβλωση, και ας βρίσκεται ο νόμος σε ισχύ επί χρόνια. Ο διευθυντής της κλινικής αναζητά αφορμή για να τη διώξει. Ο πρώην σύντροφός της και συνάδελφός της θέλει να την καλύψει, βλέποντάς το, όμως, και ως ευκαιρία για επανασύνδεσης. Κι εκείνη συνεχίζει το έργο της, σε πείσμα της επικείμενης δίωξης.

 

Αν σε πρόσφατες ταινίες για το δικαίωμα στην άμβλωση, όπως στο Evenement της Οντρέ Ντιβάν, υπήρχε μια ξεκάθαρη στάση σε σχέση με τα κίνητρα των ηρωίδων, εδώ η Κουλουμπεγκασβίλι θολώνει το τοπίο, παρουσιάζοντας μια γυναίκα που θα μπορούσε κάλλιστα να πραγματοποιεί αυτές τις κρυφές αμβλώσεις λόγω ενοχής, επειδή κάποτε δεν βοήθησε την αδελφή της που είχε εγκλωβιστεί σε λασπωμένη λίμνη, αλλά και λόγω του εθισμού της στον κίνδυνο και της διέγερσης που λαμβάνει από αυτόν. Στα μάτια μας η Κουλουμπεγκασβίλι θέλει να ξεκαθαρίσει ότι μικρή σημασία έχει η υποκειμενική υπόσταση της πράξης, όταν η αντικειμενική είναι τόσο ξεκάθαρα εντός των ορίων του δικαίου, όχι μόνο του θετικού αλλά και του φυσικού. Σαφείς οι παρεμβάσεις της φύσης, με αποκορύφωμα το πτηνό που χτυπά στο παράθυρο λίγο πριν από το φινάλε, όταν ο διευθυντής της κλινικής –ο γνωστός Γεωργιανός καρατερίστας Μεράμπ Νινίτζε– διατείνεται ότι ο Θεός καμιά φορά μάς δοκιμάζει. Όχι, λέει η Κουλουμπεγκασβίλι, μην ανακατεύετε τον Θεό σ’ αυτό. Όσες δοκιμασίες είδαμε από τα έργα και τις αντιλήψεις των ανθρώπων προήλθαν.

 

Ω ναι, είναι μια πολύ πιο οργισμένη ταινία το April σε σχέση με το Beginning, μια οργή που αντικατοπτρίζεται και στη νευρικότητα του φακού, η οποία διαταράσσει τη στατικότητα του κάδρου, εκεί που στο Beginning είχαμε πλήρη ακινησία. Για ακόμα μία φορά παρατηρείς μια δημιουργό σε πλήρη έλεγχο των εκφραστικών της μέσων – έχει πάντα σημασία τι βρίσκεται μέσα στο κάδρο και τι όχι, τι βλέπουμε και τι ακούμε μόνο. Εδώ, βέβαια, υπάρχει και μια επανάληψη, κατά ένα μέρος χάριν πρόκλησης, κατά ένα άλλο για να καταδειχθούν η διάρκεια και η συχνότητα μιας στάσης και μιας κατάστασης. Έτσι, ενώ στο Beginning ένιωθες ότι δεν μπορείς να πετάξεις τίποτε δίχως να χαλάσεις το σύνολο, εδώ νιώθεις τη διάρκεια – αναφερόμαστε φυσικά στους φίλους του arthouse cinema, στους οποίους απευθύνεται κατά κύριο λόγο η ταινία, οι υπόλοιποι έτσι κι αλλιώς θα δοκιμαστούν από την κινηματογραφική γραφή της.

 

Αφήσαμε για το τέλος τον ελέφαντα ή μάλλον τη στοιχειωτική γυναικεία παρουσία στο δωμάτιο. Μαραζωμένη, δίχως πρόσωπο –ίσως γιατί δεν ακούγεται;–, η σουρεαλιστική ή μάλλον φαντασματική αυτή πινελιά έρχεται για να μας δείξει πώς αντιλαμβάνεται η Νίνα τον εσωτερικό της κόσμο. Στο συμβολικό φινάλε, η παρουσία αυτή τοποθετείται στο λιμνώδες τοπίο. Μήπως τελικά άλλη ήταν η αδελφή που εγκλωβίστηκε και παραμένει στο ίδιο μέρος από τότε; Μήπως, πάλι, η Κουλουμπεγκασβίλι θέλει να αφήσει μια μικρή χαραμάδα αισιοδοξίας ή, έστω, την επικύρωση της ανάγκης της, σε αντιστοιχία με το φινάλε του Beginning; Eίναι ένα από τα πολλά, συναρπαστικά ερωτήματα μιας δημιουργίας αναμφίβολα δύσκολης, πεισματικά δύσθυμης και συχνά δυσάρεστης μα, σε κάθε περίπτωση, αξέχαστης.