Ήδη από το αριστούργημά του, το σουηδικό Σαν αδέσποτο σκυλί, ο Λάσε Χάλστρομ άφησε να διαφανεί μια αδυναμία μέσα στην τρυφερή, χαριτωμένη, συγκινητική ιστορία του: η τάση του να παραδίδεται στο συναίσθημα με υπολογισμό. Το Ψαρεύοντας σολομούς στην Υεμένη ξεκινάει θαυμάσια, συνδυάζοντας το σταδιακό ερωτικό συνταίριασμα δύο τελείως αταίριαστων ανθρώπων με μια αναπάντεχη πολιτική μανούβρα που μοιάζει με ανέκδοτο, αλλά στήνεται μαεστρικά από την επιτήδεια υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων του πρωθυπουργικού γραφείου της Μεγάλης Βρετανίας - την οποία υποδύεται με κέφι και πανουργία η Κριστίν Σκοτ Τόμας.

 

Ο Γιούαν Μακ Γκρέγκορ είναι επιτέλους ξύπνιος μπροστά στην κάμερα και ιδιαίτερα συμπαθής ως σπασίκλας και μονόχνοτος επιστήμονας που καλείται να πιστέψει σε μια τρελή ιδέα και να την υποστηρίξει, και η Έμιλι Μπλαντ αφήνει έξυπνα τον χρόνο να κυλήσει υπέρ της προσέγγισης. Στο δεύτερο μέρος η πολιτική ίντριγκα ξεδιπλώνεται με άτσαλες σεναριακές κινήσεις: μια ήπια, δυτικότροπη εκδοχή της μουσουλμανικής φιλοσοφίας μπερδεύεται με τις στρατηγικές κινήσεις της Αγγλίας, με το Αφγανιστάν (και τον αρραβωνιαστικό της Μπλαντ πρόφαση στο όλο θέμα) να ξεφυτρώνει και να ανακατεύει την εξίσωση της ρομαντικής κομεντί με απογοητευτικά αποτελέσματα για την ταινία.

 

Όλη η προσπάθεια να πιστέψει ο θεατής μια δραματική γέφυρα με δυσδιάκριτες άκρες χαντακώνεται από την πεποίθηση πως ο καλός σκοπός (και η αγάπη) θα συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα, από τον ιχθυολόγο και τον πρωθυπουργό μέχρι τον σεΐχη και τον λοχία. Εν πολλοίς, ευθύνεται και ο Λάσε Χάλστρομ, ο οποίος στο όνομα της μαγείας, δεν διστάζει να ματαιώσει τη βαρύτητα σοβαρών καταστάσεων, όποιο και αν είναι το πλαίσιο.