Μία από τις πιο ξεχωριστές, ευφάνταστες και σοβαρές ταινίες του πρώτου κύματος της γαλλικής Nouvelle Vague ήταν το Κλεό από τις 5 ως τις 7 (Cleo de 5 à 7) της Ανιές Βαρντά, το ασπρόμαυρα αποτυπωμένο απογευματινό δίωρο μιας Παριζιάνας τραγουδίστριας που περιμένει τα αποτελέσματα κρίσιμων ιατρικών εξετάσεων και στο μεταξύ περιδιαβαίνει, σε πραγματικό χρόνο, την πόλη, με τη λάμψη, τους φευγαλέους πειρασμούς και τους πιθανούς εραστές. Το μόνο κοινό σημείο της γαλλικής ταινίας που καταλήγει σε τραγικούς και υπαρξιακούς τόνους με τη σχεδόν ομότιτλη Σχέση 5 με 7 του Βίκτορ Λέβιν είναι ότι η συμπρωταγωνίστρια του έργου είναι μια Γαλλίδα, αλλά στη Νέα Υόρκη: η Αριέλ, συνονόματη με τη γοργόνα του παραμυθιού, κάνει τακτικά το τσιγαράκι της στη γωνία της 5ης Λεωφόρου με την 55η Οδό, έξω από το St Regis Hotel, όταν συναντά έναν επίσης καπνιστή, νέο και επίδοξο συγγραφέα που τη φλερτάρει με αφοπλιστική ντροπαλοσύνη και ειλικρινή πρόθεση. Σύντομα, η 33χρονη παντρεμένη με Γάλλο διπλωμάτη γυναίκα συναντιέται ερωτικά, κάθε φορά στο ίδιο ξενοδοχείο ακριβώς πάνω από το κλεφτό ραντεβού, αυστηρά από τις 5 μέχρι τις 7, με τον 24χρονο βιοπαλαιστή του πνεύματος, ο οποίος ανακαλύπτει καινούργια αισθήματα, την ίδια στιγμή που δέχεται απανωτές απορρίψεις για τα διηγήματα που επιδιώκει να δημοσιεύσει σε λογοτεχνικά περιοδικά της πόλης, και ειδικά το «New Yorker». Οι κανόνες της κρυφής-γνωστής σχέσης είναι δεδομένοι και οι κουλτούρες σε πλήρη σύγκρουση. Η Αριέλ ζει μια παράλληλη και παρενθετική ζωή εν γνώσει του συζύγου της, ο οποίος έχει επίσης ερωμένη, και ο Μπράιαν δείχνει να απολαμβάνει, με σχετικό σοκ, ως Αμερικανός, την ένοχη απόλαυση μέχρις ότου η ανάγκη του για κάτι πιο ολοκληρωμένο μπερδέψει το βολικό «συμβόλαιο».


Το θέμα είναι η εξερεύνηση της αληθινής αγάπης στην καρδιά και το περιθώριο μιας σειράς σχέσεων που αποτελούν προτεραιότητα γιατί είναι πρότερες και, με τον τρόπο τους, ισχυρές. Στο πλαίσιο του παραδοσιακού γαλλικού κλισέ που δεν ενθαρρύνει ακριβώς αλλά επιτρέπει, χωρίς εκβιαστικά διλήμματα, μια πολιτισμένη πολιτική επί του σεξ εκτός γάμου, με τις maîtresses και τους εραστές, η Αριέλ δεν επιθυμεί, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, να χαλάσει το σπιτικό που έχει χτίσει και να αποχωρήσει οικειοθελώς από την ομαλή ανατροφή των παιδιών της, τα οποία επίσης γνωρίζουν την ύπαρξη του Μπράιαν και τον καλοδέχονται γι' αυτό που είναι και όχι ως δεύτερο μπαμπά. Σε αυτή την εξελιγμένη και τακτοποιημένη, δυτικών ηθών εμπλοκή, μια σεξουαλική επαφή και μόνο θα έλυνε κάθε πρόβλημα και θα αφαιρούσε το δράμα, και το αίμα, από την ιστορία. Ο Λέβιν, εντούτοις, ασχολείται με μια αντιστροφή της ευαισθησίας. Ο Μπράιαν, που δεν έχει δέσμευση για να ρισκάρει, πιέζεται να αποφασίσει αν θα πρέπει να δεχτεί τον συμβιβασμό, ενδεχομένως θυσιάζοντας τον μεγάλο έρωτα που ποιος ξέρει να θα ξαναβρεί ποτέ – ως έντιμος λογοτέχνης, προφανώς και πιστεύει στην υπέρβαση. Αλλά και για την Αριέλ, το νόμισμα έχει επίσης δύο όψεις. Όπως του ομολογεί, είχε προετοιμαστεί να ζήσει μια ζωή χωρίς πάθος, χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα ήταν δυστυχισμένη με την επιλογή που είχε κάνει με τον σύζυγο, την άνετη ζωή και τα μικρά παιδιά, που φυσικά υπεραγαπά. Η Σχέση 5 με 7 εναλλάσσει την κεκλεισμένων των θυρών, σχεδόν εν κενώ, συνεύρεση ενός άνδρα με μια γυναίκα στους πολυτελείς τοίχους του άψογα διακοσμημένου δωματίου του ξενοδοχείου, με τη ρομαντική εκδοχή της Νέας Υόρκης, σαν να ξεχύνεται η συνωμοσία του έρωτα από τα σεντόνια και την post coitus τρυφερότητα στα γουντιαλενικά παγκάκια με θέα το Μανχάταν και τις αλά μπρατσέτα χαλαρές βολτίτσες με κουβεντούλες και βλέμματα με νόημα, πέριξ του Central Park. Η σεναριακή προσθήκη του συζύγου της Αριέλ, τον οποίο υποδύεται ο Λαμπέρ Γουιλσόν, και των γονιών του Μπράιαν (Γκλεν Κλόουζ και Φρανκ Λαντζέλα) προσθέτουν τον απαραίτητο σχολιασμό της εκατέρωθεν οικογένειας σε μια προβληματική που δεν είναι τόσο μονοδιάστατα ελαφριά και διασκεδαστική (στο στυλ του «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε») όσο φαίνεται στην αρχή. Ωστόσο, οι δύο ηθοποιοί προσεγγίζουν ο ένας τον άλλο από διαφορετικές αφετηρίες και δεν ταιριάζουν, χωρίς το πρόβλημα να είναι η διαφορά ηλικίας. Η Μπερενίς Μαρλό υποκαθιστά την αυτοπεποίθηση με ένα μόνιμο, αμήχανο, τεράστιο χαμόγελο, και ο Άντον Γέλτσιν, βραχνός και διστακτικός, μεταδίδει μια μόνιμη ηττοπάθεια που δεν δικαιολογεί έναν τόσο διεκδικητικό χαρακτήρα, παρά τις επαγγελματικές κρούσεις που δεν έχουν πιάσει τόπο μέχρι τώρα.


Η απόπειρα σύγκρισης της ταινίας της Βαρντά με αυτήν του Λέβιν, αν και τελείως αυθαίρετη εκ μέρους μου, συνιστά τη μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο πορτρέτο μιας γυναίκας των αρχών του '60 που πλοηγεί δυναμικά την αυτοδιάθεσή της στην ελεύθερη και τυχαία αγορά των σίγουρων και παντρεμένων, ενώ μάλλον αργοπεθαίνει, με μια παντρεμένη, υγιέστατη γυναίκα που, εν έτει 2015, νομίζει πως ορίζει μια ζωή προγραμματισμένη, κόντρα στις πιθανότητες για κάτι καλύτερο – ένας ναι μεν προσγειωμένος και ψύχραιμος, αλλά εξόχως αντιφεμινιστικός ρόλος, τελικά...