Το «Commitments», ένα από τα καλύτερα φιλμ του Άλαν Πάρκερ, γυρίστηκε το 1991 και αφορούσε μια μουσική μπάντα που έπαιζε σόουλ από τα '60s. Το λιγότερο τραχύ «Sing Street», αφιερωμένο από τον δημιουργό του σε όλα τα «αδέλφια», που επίσης παίρνει τον τίτλο από το όνομα της μπάντας νέων παιδιών, γυρίστηκε πέρσι και πραγματεύεται τη βρετανική ποπ της δεκαετίας του '80, με το πρωτοπόρο πάντρεμα της βιντεο-εικόνας με τη νεορομαντική, μετα-νεοκυματική μουσική. Μετά το βραβευμένο με Όσκαρ «Once» και το υποψήφιο, πάντα στην κατηγορία του τραγουδιού, πιο νερωμένο «Begin Again», ο δημιουργός της ταινίας, Τζον Κάρνι, ειδικεύεται πλέον σε έναν τύπο σύγχρονου μιούζικαλ, όπου τα πρωτότυπα τραγούδια που γράφτηκαν από τον ίδιο, τον φίλο του Άνταμ Λεβίν των «Maroon 5» κι έναν βετεράνο μουσικοσυνθέτη ειδικευμένο στη συγκεκριμένη εποχή εξηγούν τις σχέσεις, τις φωτίζουν εσωτερικά, χωρίς να περιττολογούν έναντι του διαλόγου, και προχωράνε δραματικά το φιλμ, όπως ακριβώς συνέβαινε στα καλύτερα δείγματα του είδους – αυτό ως επεξήγηση, επειδή οι ταινίες του δεν κατηγοριοποιούνται ακριβώς ως μιούζικαλ αλλά ως μουσικές ταινίες, ίσως γιατί κάποιοι θεωρούν ότι μιούζικαλ είναι ό,τι αποκλειστικά τραγουδιέται, χωρίς πρόζα.

 

Αν και το story είναι τετριμμένο και οι χαριτωμενιές περισσεύουν, είναι τόσο εγκάρδια σφιχτοδεμένη η γενναιότητα της άφοβης νιότης με το ύφος των κομματιών, που δεν γίνεται να μην παραδοθείς στη γλύκα του «Sing Street».

 

Ρομαντικός μέχρι το κόκαλο, ο Κάρνι αποδεικνύει πλέον πως έχει πλήρη αίσθηση της αισθηματικής ιστορίας, γνωρίζοντας πώς να την τοποθετήσει στο περιβάλλον (εδώ, στο αγριεμένο από τη φτώχεια Δουβλίνο), δίνοντας στους χαρακτήρες άπλετο χώρο για να αλληλεπιδράσουν και να αναπτυχθούν σωστά, παίζοντας στο μουσικό μοτίβο του happy-sad, της πεμπτουσίας της μουσικής που απευθύνεται στην κυμαινόμενη διάθεση των εφήβων που την απορροφούν σαν σφουγγάρια και ενίοτε την αναπαραγάγουν, για να την πάνε παραπέρα. Εκτός από το προφανές, δηλαδή τη σχέση ανάμεσα στο ντροπαλό αγόρι που ξεκινά μια μπάντα με outsiders που στρατολογεί στο νέο του σχολείο και την όμορφη, ποζάτη, στυλάτη αλά Joan Jett, λίγο μεγαλύτερη γειτονοπούλα που μεγαλώνει σε ίδρυμα θηλέων και πρωταγωνιστεί στα αυτοσχέδια βιντεοκλίπ του συγκροτήματος, κυριαρχεί η επίδραση του μεγάλου, διακριτικά προστατευτικού αδελφού στον πιτσιρικά, ειδικά όταν του λέει έξυπνες, καθοδηγητικές ατάκες όπως, «Ποιοι είστε που θέλετε να ξέρετε μουσική, οι Steely Dan; Οι Sex Pistols δεν ήξεραν να παίζουν», ή «όποιος ακούει Phil Collins, γκόμενα δεν βγάζει», αλλά και με την ευρύτερη στάση του απέναντί του, όντας το θύμα της προβληματικής σχέσης των γονιών τους.

 

Αν και το story είναι τετριμμένο και οι χαριτωμενιές περισσεύουν, είναι τόσο εγκάρδια σφιχτοδεμένη η γενναιότητα της άφοβης νιότης με το ύφος των κομματιών, που δεν γίνεται να μην παραδοθείς στη γλύκα του «Sing Street». Πριν βιαστείτε να απορρίψετε, ίσως με κάποια δόση κυνισμού, τα κομμάτια που γράφτηκαν ειδικά για την ταινία, σκεφτείτε πως κοπιάρουν επίτηδες τα πρωτότυπα/πρότυπα των παιδιών, μερικά εκ των οποίων μάλιστα ακούγονται και στο soundtrack (από τους Duran Duran, τους Jam και τους Cure, μέχρι τον σπουδαίο Joe Jackson και το ξεσηκωτικό «Maneater» των Hall & Oates, στο ωραιότατο electropop «Drive it like you stole it»), και ακολουθούν μια μυαλωμένη δραματική λογική: οι Sing Street, παράφραση του σχολείου τους, Synge Street, ξεκινούν με τη φιλοδοξία να είναι και καλά φουτουριστικοί και, αποδεχόμενοι, εν τη απειρία τους, την έμπνευση, ακούγονται ερήμην τους σαν τα νοσταλγικά γκρουπ που απεύχονταν να είναι στο δειλό ξεκίνημα, αλλά με μια αφοπλιστική, μεταδοτική ορμή. Ο πρωτοεμφανιζόμενος, φωτογενέστατος νεαρός ηθοποιός και τραγουδιστής Φέρντια Πίλο και η εκφραστική, όντως κούκλα σαν μοντέλο, Λούσι Μπόιντον (που είχαμε δει μικρότερη στο «Miss Potter») είναι ανακαλύψεις με μέλλον, ιδανικοί για τον Κάρνι, ο οποίος, σε μια απονενοημένη πρόσφατη δήλωσή του, κατακεραύνωσε την υποκριτική τεμπελιά της πρωταγωνίστριάς του στο «Begin Again», Κίρα Νάιτλι, βρήκε τον μπελά του, το μετάνιωσε και ζήτησε ταπεινά συγγνώμη, και εν μέρει είχε δίκιο, αφού τα σενάριά του υπηρετούνται καλύτερα από πρόσωπα άφθαρτα στον φακό.