Ο Ρίκος, που μόλις αποφυλακίστηκε, προσπαθεί να βγάλει χρήματα, την ίδια στιγμή που η αγαπημένη του βλέπει άλλους άνδρες και ο αδερφός της προσπαθεί να συνεισφέρει στα οικονομικά της οικογένειας. Θα σκαρφιστεί μια δουλειά, αλλά θα ξοδέψει τα συγκεντρωμένα χρήματα. Ένας από τους «συνεταίρους» του θ’ αυτοκτονήσει. Ο Ρίκος, η αγαπημένη του κι ο αδερφός της, ηττημένοι κι απογοητευμένοι εξαιτίας των προσδοκιών που δεν ευοδώθηκαν ποτέ, θ’ αναγκαστούν να συμβιβαστούν με την ωμή πραγματικότητα. Πρόκειται για μια ταινία γυρισμένη πάνω στα νεορεαλιστικά πρότυπα μ’ ένα πολύ δυνατό καστ ηθοποιών, η οποία εντυπωσίασε λόγω της ευαίσθητης σκηνοθετικής ματιάς του Αλέκου Αλεξανδράκη και των δυνατών κοινωνικών μηνυμάτων της.
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης δεν είναι ο πρώτος που έδειξε την άλλη πλευρά της Ελλάδας - είχε προηγηθεί ο Κούνδουρος με τη Μαγική Πόλη και τον Δράκο, αλλά και η Στέλλα του Κακογιάννη. Ωστόσο, ο δημοφιλής κι αγαπητός ηθοποιός, σε μια κίνηση ενάντια σε κάθε λογική στρωτής καριέρας, ενεργοποίησε την αριστερή ευαισθησία του και με την αρωγή της τότε συζύγου του Αλίκης Γεωργούλη έστησε ένα σκληρό παραμύθι με θλιμμένους έρωτες, καλόκαρδους φτωχοδιάβολους και κοινωνική απόγνωση, και με την αίσθηση αφήγησης που ενστικτωδώς κατείχε, στη δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα (και όπως αποδείχθηκε καταστροφική εμπορικά) μετά τον Θρίαμβο.
Η Συνοικία το Όνειρο γυρίστηκε στον Ασύρματο, έναν μαχαλά κοντά στα Άνω Πετράλωνα, καθόλου φωτογενή για τις Αρχές της εποχής που φαντάζονταν πως η Ελλάδα ήταν μακριά από τη βιοπάλη και κοντύτερα στο Παρίσι. Πρόκειται για ένα έξυπνα καλυμμένο μελό (σαν ταπεινή όπερα, που βρίσκεται ανάμεσα στο ποιητικότερο ελληνικό σινεμά που προηγήθηκε και το σαφώς εμπορικότερο που θα ακολουθούσε), με σαφείς νεορεαλιστικές επιρροές, κάτι ανάμεσα σε Ροσελίνι και Κάπρα (η σκηνή με τον Κατράκη και τον Αλεξανδράκη στην κρεβατοκάμαρα της γριάς αμβλύνει χαριτωμένα το μοιραίο και κλείνει το μάτι στην τραγωδία), αλλά με ελληνικό DNA, έξοχα δεμένες μικρές ιστορίες, μια λακωνικά ακριβέστατη περιγραφή της αστικής νεολαίας της περιόδου (ο Μυλωνάς είναι ο χρυσός νέος με το λουφαδόρικο, ξεπεσμένα αριστοκρατικό ennui κι ο Ανδρονίδης ο άχαρος «ντιντής» που επιβάλλει βίαια την εξουσία του), θαρραλέα εξωτερικά γυρίσματα.
Το αισιόδοξο φινάλε με τους χαρταετούς είναι βγαλμένο από άλλη ταινία, σαν τίτλοι τέλους μεταγενέστερης ταινίας της Finos Film, γυρισμένη από συνεργείο με αριστερούς! Το τραγούδι «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» του Μίκη Θεοδωράκη από τον Μπιθικώτση ακόμη ανατριχιάζει και το υπέροχο ορχηστρικό που ακούγεται τρεις φορές στην ταινία, ένας κρητικός ρυθμός που χορεύει ο Αλεξανδράκης στην ταβέρνα, είναι το κύριο μέρος απ’ το συρτάκι του Ζορμπά - ο Θεοδωράκης το συνδύασε με το «Στρώσε το στρώμα σου για δυο» στην εισαγωγή, γι’ αυτό και δεν έφτασε ποτέ στις υποψηφιότητες των Όσκαρ.
Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις/εξάρσεις, ο Αλεξανδράκης ποτέ δεν συνήλθε μετά από αυτή την ταινία, και είναι εμφανής η έλλειψη ενθουσιασμού του στις ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε στην επόμενη δεκαετία, παρά την άνεση και τη γοητεία που ασκούσε, σχεδόν ερήμην του. Εδώ, στον ρόλο του πρώην κατάδικου, του Ρίκου του μορφονιού, σφύζει από ενέργεια, δίνοντας ζωή σε μια γειτονιά μελλοθανάτων. Η δε σκηνή του στο νεκροταφείο αυτοκινήτων με τη Γεωργούλη είναι καταπληκτική, ένα σκηνοθετικό tango με σπίθα κι ερωτική χορογραφία, αντί για ένα ψόφιο βαλς χαμένων ονείρων.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0