Ο Σαμ Ράιμι από την αρχή προσπάθησε να εμβολιάσει το προφίλ τού Πίτερ Πάρκερ με κομπλικέ ψυχολογικές παραμέτρους και μια ενοχική τρίλια, όποτε τα πράγματα έδειχναν να πηγαίνουν καλά για το κακόμοιρο παιδί. Ανακάλυπτε τον έρωτα, του πέθαινε ο παππούς. Έσωζε έναν μπαμπά, του κάκιωνε ο γιος. Δυνάμωνε λιγάκι, δυνάμωναν και οι εχθροί. Στο τρίτο επεισόδιο, το χτύπημα των Θεών πολλαπλασιάζεται. Ο Πίτερ, για πρώτη φορά, γίνεται αντικείμενο θαυμασμού - ως Spider-Man βέβαια. Το κοιμισμένο του εγώ απολαμβάνει τις τιμές σούπερ ήρωα και η Μαίρη Τζέιν, που είναι performer χωρίς τρελό ταλέντο και απολύεται στο θεατρικό της ντεμπούτο, ζηλεύει στο μέτρο που η καλή της η ψυχή τής επιτρέπει. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν ο Χάρι, ο γιος του αποθανόντος Γκόμπλιν και καλύτερος μέχρι πρότινος φίλος τού Πάρκερ, διεκδικεί με ότι μέσο διαθέτει τη Μέρι Τζέιν, καιροφυλακτώντας στην πρώτη στραβή. Διαθέτει σέξι χημεία μαζί της αλλά ο Πίτερ καταλαμβάνεται από το κακό του εγώ, που τον τσακώνει με τη μορφή μιας μαύρης μάσκας και του βγάζει προς τα έξω μια άγνωστη πλευρά, αλαζονική, επιδειξιμανή και πολύ κοντά στην καρικατούρα. Η μόνη μη δαιμονισμένη παραμένει η Μέρι Τζέιν, για την οποία περιμένω ένα βασιλικό ξέσπασμα στο Spider-Man 4, γιατί δεν γίνεται να τη βγάζει με μονίμως ζωγραφισμένη την ήττα στα έμφοβα μάτια της. Βέβαια δεν υπάρχει πλέον θέμα επιλογής γι' αυτήν (δεν λέμε άλλα για να μη χαλάσουμε την πλοκή), αλλά ξεχωρίζει σε ένα σύνολο ανθρώπων με υπερφυσικές ιδιότητες απλώς και μόνο γιατί δείχνει συνήθως δυσαρεστημένη και κλαψιάρα. Ο Ράιμι έβαλε τους χαρακτήρες να στροβιλίζονται ανάμεσα στον καλό και τον κακό τους εαυτό, και να χωρίζονται σε δύο είδη: στους καλούς, που μπορούν να επανέλθουν από το κακό που τους κατέλαβε, και στους βασικά κακούς, για τους οποίους το ποτάμι δεν έχει γυρισμό - αν και στο σινεμά των υπερηρώων και των sequels τίποτε δεν είναι τελεσίδικο. Ακόμη και σε αυτήν την κατηγοριοποίηση ο Ράιμι θολώνει επίτηδες τη διχρωμία, στην προσπάθειά του να βαθύνει την ιστορία. Φτιάχνει ένα νεανικό μελό με κλασική αφήγηση και κατευθύνει το ερωτικό τρίο σε ένα προσωπικό ξεκαθάρισμα προς το φινάλε, εκεί που η μάχη θεριεύει με την εμφάνιση των δύο αντικειμενικών αντιπάλων, του Venom και του Sandman. Αν και πρόκειται για πολύ ακριβή παραγωγή, τα εφέ της άμμου και της αραχνοειδούς μεταμόρφωσης δεν δικαιολογούν τα χρήματα από πλευράς εντυπωσιασμού. Όλες τις κινήσεις και τα τρικ τα έχουμε ξαναδεί, και απομένει το συναισθηματικό κομμάτι, το οποίο παίρνει παράταση για την επόμενη συνέχεια. Ο Ράιμι έχει κάνει καταδική του την υπόθεση Spider-Μan και ελέγχει απόλυτα το αισθητικό αποτέλεσμα, την ενότητα του χώρου και του χρόνου (μαζί με το αχρονικό σκηνικό, που δεν αυτοδεσμέυεται ημερολογιακά), την ανεπαίσθητη εναλλαγή κομίστικης φαντασίας και ψυχολογικής αλήθειας και τα κουμπιά των χαρακτήρων, κάτι που έχει άλλωστε δείξει από την αρχή. Από κει και πέρα, οι περιορισμοί της ιστορίας προβάλλουν ως ανασταλτικός παράγοντας ενδιαφέροντος για τους μη φαν, ενώ λειτουργούν με ανάλογο σασπένς για τους φανατικούς. Συνολικά, το αναγκαστικό déjà vu καπελώνει τις αρετές και δεν του επιτρέπεται, ελέω συνέχειας, να καταλήξει σε έναν συγκεκριμένο τόπο. Μιλάμε για ένα οξύμωρο, ένα καλλιτεχνικό προϊόν με τα δύο μέρη να παλεύουν σαν το εγώ και το alter ego του Πίτερ Πάρκερ.