Αν θέλετε, μπορείτε να αναγνώσετε τη συνέχεια του πρωτότυπου Κακού ως την κατάρα που δέρνει τους Νεοέλληνες, δηλαδή τη θανάσιμη κληρονομιά των προγόνων μας, που ενσυνείδητα θέλουμε να μιμηθούμε και πρακτικά δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε. Αλλά το Κακό στην εποχή των ηρώων δεν στέκεται, και καλά κάνει, στη βαρύγδουπη αλληγορία.

Διαπνέεται από μια εφευρετικότητα στη σκηνοθεσία και μια φούρια στις ιδέες της, και σχολιάζει σατιρικά τη σύγχρονη έννοια του ήρωα, όντας ταυτόχρονα ένα κωμικό ζόμπι θρίλερ. Επηρεάζεται σατιρικά από τους 300 και το 28 μέρες μετά, χρησιμοποιώντας αντίστοιχα τις μάχες της αρχαίας Ελλάδας και την όψη της ερημωμένης Αθήνας προς δημιουργικό όφελός της. Με την κωμική της φλέβα προσκαλεί στις αίθουσες θεατές που δύσκολα θα δουν «τρομοζόμπι» ταινία, και μάλιστα χωρίς να γνωρίζουν την υπόθεση από το πρώτο Κακό.

Ο Γιώργος Νούσιας (που, κατά τη γνώμη μου, είναι έτοιμος για καραμπινάτη κωμωδία στη συνέχεια) και οι συνεργάτες του χειρίζονται απολαυστικά τα εφέ που έχουν στη διάθεσή τους και υπονομεύουν με μπρίο τις δραματικές τροπές της ταινίας, ανακόπτοντας ηθελημένα την όποια τάση προς τη σοβαροφάνεια. Πολλές σκηνές τούς ξεφεύγουν: μάχες σώμα με σώμα που σκηνοθετούνται ασφυκτικά, άτσαλοι ή άστοχοι διάλογοι που «ανθυποταραντινίζουν», διαφορετικές κατευθύνσεις στους ηθοποιούς οι οποίοι μένουν σε μια ερμηνευτική εκκρεμότητα, καθώς και μιας διαφορά φάσης ανάμεσα στην αρχαία και τη σύγχρονη Αθήνα, που συχνά δένουν χωρίς πλαστικότητα.

Συνολικά, ωστόσο, η ταινία δεν σε αφήνει σε ησυχία, και, παρά το κατά τόπους φιλόδοξο μπέρδεμά της, διαθέτει προσωπικότητα, βγάζει γέλιο, είναι αποτελεσματική στις χαβαλεδιάρικες, αιματηρές της εκρήξεις.