Με δεδομένο ότι κράτησε την πλοκή στη Σουηδία (και καλά έκανε, αφού μόνο έτσι διατηρείται το ναζιστικό DNA της προβληματικής οικογένειας) και ασπάστηκε το πνεύμα και τη δομή του μυθιστορήματος του Στιγκ Λάρσον, δεν υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος να γυριστεί το Κορίτσι με το τατουάζ σε αγγλόφωνη εκδοχή, λίγα μόλις χρόνια μετά το σουηδικό πρωτότυπο. Βέβαια, ο Ντέιβιντ Φίντσερ εύκολα μετατρέπει κάθε προκάτοχό του σε τηλεοπτικό σκηνοθέτη, με τη ρευστή, αεικίνητη αίσθηση της κάμερας και την ατμόσφαιρα που δημιουργεί. Τεχνικά, το δικό του Κορίτσι είναι ανώτερο και από τις τρεις ταινίες που συγκροτούν το Millennium, με μια εξαίρεση: Ο Ντάνιελ Κρεγκ, έχοντας μυστηριωδώς διατηρήσει την τοπική του προφορά, ενώ οι υπόλοιποι έχουν προσπαθήσει να πειράξουν τα αγγλικά τους με ανεπαίσθητο έως δραματικότερο πάτημα στα φωνητικά ιδιώματα, μοιάζει διεκπεραιωτής παρά ισάξιος πρωταγωνιστής, αφήνοντας έτσι το σόου στα χέρια της Ρούνι Μάρα, αποκάλυψης του φιλμ. Αφού πάσχισε να πείσει τον σκηνοθέτη της στο Social Network ότι θα μπορούσε κάλλιστα να μεταμορφωθεί σε Λίσμπεθ Σαλάντερ, τα έφερε εις πέρας σαν παλικάρι, αντικαθιστώντας την ερμηνεία ορόσημο της Νούμι Ραπάς. Αυτό που καταφέρνει η ταινία του Φίντσερ είναι να επαναλάβει έναν ύμνο στη μοντέρνα γυναίκα - βαθιά μοντέρνα και όχι απλώς επειδή χρησιμοποιεί το πανκ-γοτθικό μασκάρεμα σαν αντίδραση μιας μοναχικής στο κοριτσίστικο attitude. Η Σαλάντερ είναι ό,τι πιο ριζικά αντίθετο προς τη γλυκερή εικόνα και την κλισέ έννοια της γυναίκας στο σύγχρονο σινεμά έχει βγει τα τελευταία χρόνια. Τραυματισμένη κι ευνουχισμένη από κακοποίηση και στέρηση της αυτοκυριαρχίας της (άλλο ένα πλήγμα στη φημισμένη σουηδική κρατική πρόνοια), η αναγκαστικά περιθωριακή Σαλάντερ καταφεύγει στα τατουάζ σαν ένα είδος καλλιγραφικής, συμβολικής υπενθύμισης του πόνου και αναζητά την αγάπη και την εμπιστοσύνη, ανεξαρτήτως φύλου. Είναι ατίθαση, σχεδόν ζωώδης, εκκεντρική, ασυμβίβαστη, σαν πληγωμένο παιδί με βίαιες εκρήξεις, εξαιρετικά έξυπνη, και ασχολείται μόνο με θέματα που την ιντριγκάρουν. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο πάνω της είναι τα μάτια της, ή μάλλον η επιλεκτική της ματιά: σπάνια τη βλέπουμε να κοιτάζει κατάματα τους ανθρώπους και όταν το κάνει, το εννοεί πραγματικά και επιτακτικά, σαν να ξεκινά μια σχέση ζωής και να ζυγιάζει τις πιθανότητες ανταπόκρισης. Ο Φίντσερ συλλαμβάνει απόλυτα τη συμπεριφορά και επικεντρώνει εκεί, όταν δεν παλεύει με την πυκνή πλοκή. Δεν είναι λίγο και να εικονογραφήσεις ένα βιβλίο με πάμπολλους χαρακτήρες και να προκαλέσεις τον υπόγειο τρόμο. Το έλλειμμα της κινηματογραφικής μετάφρασης του μυθιστορήματος αυτού, αντίθετα, ας πούμε, από τη Σιωπή των Αμνών, είναι ότι ο κακός δεν είναι θεαματικός ανταγωνιστής του κεντρικού καλού χαρακτήρα. Όταν στη συνέχεια η Σαλάντερ γίνεται αντικείμενο παρεξήγησης, η εμφανής απουσία της αντίθεσης ισορροπείται. Μέχρι τότε, μένουμε να χαζεύουμε την προσωπική οδύσσεια της Σαλάντερ και την παράθεση των προσώπων που συνιστούν ένα αινιγματικό, ψυχρό μωσαϊκό περισσότερο στα χαρτιά, παρά στην τεχνικά ζαλιστική προσπάθεια του Φίντσερ ν’ αποδώσει την κρυμμένη διαστροφή. Τίποτε το μεμπτό στην ταινία. Απλώς, υπάρχει το νωπό προηγούμενο και ο Φίντσερ έχει σπείρει δυνατότερη φρίκη (στο Seven) και πιο ενδιαφέρον θρίλερ, και μάλιστα εσωστρεφές, δύσκολο και εγκεφαλικό (στο Zodiac).
Αναφορά
| Μόνιμος σύνδεσμος |
- Facebook
- Twitter
- E-mail
1