Συμπαθέστατο, γλυκό δράμα με πολλά λυτρωτικά στοιχεία κωμωδίας, που θίγει τον αυτισμό ως περίπτωση που αποτελεί μέρος της καθημερινότητας. Έχει σημασία που η οικογένεια είναι αυστραλέζικη. Το ρεαλιστικό πνεύμα της επιβίωσης, η χύμα αντιμετώπιση της ζωής και η ανθρώπινη ματιά σε μια «ασθένεια» που κοινωνικά απομονώνεται και ιδρυματοποιείται συνθέτουν ένα χειροπιαστό σκηνικό που λειτουργεί πειστικά και συγκινεί, χωρίς να εκβιάζει.

Μια δόση σχηματικότητας υπάρχει, είναι αλήθεια. Η έγκυος μητέρα είναι τέρας ψυχραιμίας και πλήρως συμβιβασμένη με το γεγονός πως το πρώτο της αγόρι γεννήθηκε αυτιστικό και δέχτηκε αδιαμαρτύρητα το ότι μετά την εφηβεία περιορίστηκε στη νοηματική, αρνούμενο να προσπαθήσει να μιλήσει, έστω κι αν στα παιδικά του χρόνια είχε παρουσιάσει ενδείξεις για το αντίθετο. Από την άλλη, η Τόνι Κολέτ στο ρόλο αυτό μεταδίδει γαλήνη, σιγουριά και αγάπη - πόση διαφορά μπορεί να κάνει μια πραγματικά καλή ηθοποιός, σωστά χρησιμοποιημένη.

Ο πατέρας έχει κι αυτός τις αδυναμίες του, νευριάζει όταν τσιτώνεται, φτάνει στο σημείο να χτυπήσει τον προβληματικό γιο του. Με μια του φράση όμως μεταφέρει τη φιλοσοφία του: Είσαι αδύναμος σαν το κάτουρο αν δεν μπορείς να φροντίσεις τους δικούς σου ανθρώπους.

Φυσικά, όλη η ταινία περνάει από τον αδελφό, που χρόνια έφερε την ντροπή του «κανονικού», που προσευχόταν να ξυπνήσει το επόμενο πρωί και ο αδελφός του να είχε γίνει καλά, που χρόνια έκρυβε το «χαζό» από τους έξυπνους συμμαθητές και που τώρα ερωτεύεται μια εντάξει κοπέλα (το σουπερμόντελ Τζέμα Γουόρντ, στα 22 της, δείχνει πως μπορεί να γίνει μια παραπάνω από εντάξει ηθοποιός), και κοντράρονται οι ορμές με την εγκράτειά του. Στη σχέση τους υπάρχει κοινός κώδικας: Η φίλη του έχει χάσει τη μητέρα της και μια διαφορετικού τύπου απώλεια τους φέρνει κοντά. Όταν κλείνουν τα μάτια στη βροχή, φαντάζονται το σκοτάδι με αποχρώσεις, αλλά η νεανική τους επιθυμία τους βγάζει από το τούνελ των μαύρων σκέψεων - η εναλλαγή αυτή συνοψίζει και τον τόνο της ταινίας.

Η σκηνοθέτις είχε δυο αυτιστικούς αδελφούς και ενσωμάτωσε πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία στην πλοκή και την κινησιολογία του ηθοποιού (Λιούκ Φορντ) που δεν είναι αυτιστικός, αλλά παίζει μια χαρά έναν δύσκολο ρόλο. Ένα δακρύβρεχτο δραματάκι με class και αισιοδοξία. Διαδραματίζεται κάπου στα ‘80s, καλοκαίρι, και αμβλύνει τον πόνο χωρίς να προσβάλλει την καταγωγή του.