Το Νησί των Καταραμένων είναι μια ταινία που ίσως λειτουργεί καλύτερα για όσους δεν έχουν διαβάσει το μυθιστόρημα του Ντένις Λαχέιν, που γνωρίσαμε από το Μυστικό Ποτάμι. Ο λόγος είναι η αποκάλυψη, που έρχεται κοντά στο φινάλε. Δεν πρόκειται για μια εξυπνακίστικη ανατροπή που πάει να πιάσει στα πράσα τους θεατές, βάζοντάς τους στη θέση του πονηρού της παρέας, εκείνου που θα έχει μαντέψει τον επιτηδευμένο γρίφο, αλλά περισσότερο για ένα γύρισμα που δικαιολογεί και διαφωτίζει την εξέλιξη της ταινίας και κυρίως την καταγωγή και τις προθέσεις των χαρακτήρων, στη φλέβα της Έκτης Αίσθησης.
Αντίθετα, ωστόσο, με το θρίλερ του Σιάμαλαν, το εσωστρεφές δράμα του Σκορσέζε έχει μια λύση σύμμορφη με την πλοκή, πειστική και ταυτόχρονα ανοιχτή σε συζητήσεις, πράγμα σπάνιο για μια ταινία καλά κλειδωμένη στην ανέλιξή της και φυσικά με την απαράμιλλη τεχνική αρτιότητα του επιτελείου του - το μοντάζ της Σκουνμέικερ, την κάμερα του Ρίτσαρντσον, την εκλεκτική μουσική επιμέλεια του Ρόμπι Ρόμπερτσον των Band, που εκτείνεται από το Cry μέχρι τον Λιγκέτι, τα κοστούμια της Πάουελ, τα σκηνικά της Λο Σκιάβο. Αφήνω τελευταίο αλλά όχι έσχατο τον σχεδιαστή παραγωγής Ντάντε Φερέτι, που προσφέρει τη γεωγραφία της ταινίας. Ο αστυνόμος Τέντι Ντάνιελς φτάνει με τον νέο του βοηθό Τσακ Άουλ σε ένα δυσοίωνο νησί έξω από τη Βοστόνη, όπου βρίσκεται μόνο το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Άσκλιφ. Ο υπεύθυνος της τοπικής αστυνομικής δύναμης τον προειδοποιεί πως μόνο οι πιο επικίνδυνοι ασθενείς νοσηλεύονται εκεί και πολύ γρήγορα, με καίριες κάθετες και οριζόντιες κινήσεις της κάμερας, ο τόπος παίρνει διαστάσεις τρομακτικού μύθου - από μακριά το νησί μοιάζει με το νεφοσκεπές λημέρι του Κινγκ Κονγκ και στην ενδοχώρα δεν γνωρίζουμε ποτέ με ακρίβεια πόσο μακριά ή κοντά βρίσκονται οι μονάδες νοσηλείας και προς τα πού κινούνται ο Ντάνιελς και ο βοηθός του στην προσπάθειά τους να εντοπίσουν την ασθενή Ρέιτσελ Σολάντο που νοσηλεύεται γιατί έχει σκοτώσει τα τρία της παιδιά και έχει αποδράσει.
Ο Ντάνιελς είναι ένας παρασημοφορημένος βετεράνος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου που έχει πολεμήσει στην Ευρώπη, βρέθηκε στην κόλαση του Νταχάου και δεν μπορεί να συνέλθει από τη θύμηση της γυναίκας του που βρήκε τον θάνατο όταν το σπίτι τους κάηκε μετά από την εγκληματική ενέργεια ενός πυρομανούς, τον οποίο προσπαθεί να εντοπίσει. Ο Ντάνιελς ανακρίνει τους τρόφιμους και γίνεται ολοένα και περισσότερο καχύποπτος με τον υπεύθυνο των θεραπειών (Μπεν Κίνγκσλεϊ) και έναν διακεκριμένο γιατρό με γερμανική προφορά (Φον Σίντοφ). Βρισκόμαστε στο 1954, με νωπά τα τραύματα του πολέμου και τον Ψυχρό Πόλεμο να ρίχνει τα πλοκάμια του σε έναν κόσμο έτοιμο να παραδοθεί στην παράνοια και τις θεωρίες συνωμοσίας. Τι πιο ταιριαστό από έναν απόστρατο που έχει βιώσει τη φρίκη να βρεθεί, συμβολικά και πραγματικά, μέσα σε μια περιφραγμένη κοινότητα ψυχοπαθών και μυστήριων διαχειριστών του πόνου, με ή χωρίς προφορά, σε μια νησίδα που θυμίζει τα περασμένα μεγαλεία της Αμερικής, διακοσμημένη με αριστοκρατικά κειμήλια από τον Εμφύλιο, αλλά κατειλημμένη από μια στρατιά απόβλητων ανθρώπινων πειραματόζωων. Η Σολάντο θα εμφανιστεί από το πουθενά, αλλά είναι όντως το ζητούμενο; Θα βρει τελικά ο Ντάνιελς τον εμπρηστή και δράστη της δολοφονίας της γυναίκας του στο νοσοκομείο;
Ποιος είναι ένοχος στα μάτια του και πόση σημασία έχει η κρίση του σε ένα μέρος όπου η εξουσία έχει αλλάξει χέρια; Το πολιτικό σκέλος της ταινίας είναι σημαντικό (η Αμερική που ευνουχίζεται στην απαρχή μιας βρόμικης, χρονοβόρας διαδικασίας εξομάλυνσης), αλλά συμπληρωματικό μπροστά στο ψυχολογικό δράμα ενός άνδρα που εγκλωβίζεται ανάμεσα στο καθήκον του, τους εφιάλτες και το παρελθόν του. Ο Σκορσέζε σκάβει βαθιά στην ψυχή του Ντάνιελς και, ως συνήθως, παραμαγειρεύει επίτηδες τη σκηνοθεσία του, έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στον δυναμισμό του στυλ του και στην ακέραια δουλειά των συνεργατών του. Καταφέρνει να γυρίσει την προσωπική του Καζαμπλάνκα (μια ταινία που μοιάζει να βγαίνει από τα έγκατα ενός συστήματος επαγγελματιών, αλλά που αποκτά τη δική της, αυτόνομη ψυχή) και προσφέρει την τέχνη για τις μάζες, την πεμπτουσία του αμερικάνικου σινεμά.
Αν θέλετε να βρείτε τι σας θυμίζει η ταινία, τότε θα πρέπει να ανοίξετε τις εγκυκλοπαίδειες για να εξαντλήσετε τη βιβλιογραφία των επιδράσεων. Είναι όλες πλήρως αφομοιωμένες, ξεκινώντας από το δικό του Ακρωτήρι του φόβου, και, με στάσεις τον Πρέμινγκερ και τα «δεύτερα» έργα του Βαλ Νιούτον, φτάνει μέχρι το Shock Corridor του αγαπημένου του σκηνοθέτη Σάμιουελ Φούλερ. Ακολουθώντας τις οδηγίες του δάσκαλου Φούλερ, ο οποίος είχε δώσει τον ορισμό του για το σινεμά ως ένα «πεδίο μάχης, που περιλαμβάνει αγάπη, μίσος, δράση, βία, θάνατο, δηλαδή συναίσθημα», ο Σκορσέζε κάνει ένα ακόμη οπερατικό θρίλερ συναισθημάτων, που καθηλώνει με την αφήγηση και τη χρήση της απειλής (εμφατικά πολλές φορές, ομολογουμένως), με μια εξαιρετικά ισορροπημένη, διφορούμενη κάθαρση.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0