Στην παγκόσμια πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ Καννών, το 2008, είδαμε το τετράωρο Che ολόκληρο, με καθορισμένο διάλειμμα 15 λεπτών (σέρβιραν hamburgers στην ταράτσα της αίθουσας Debussy) ανάμεσα στα δύο μέρη που το συναποτελούν.

 

Παρά το αναγκαστικό για τους εμπορικούς σκοπούς της διανομής «σπάσιμο» της ταινίας σε δύο δίωρα (όπως θα προβληθεί και στις ελληνικές αίθουσες), η ενιαία θέαση συνάδει πλήρως με τις απαιτήσεις ενός ιδιαίτερου έπους που δεν είναι απλώς μια επιλεκτική βιογραφία για τη δράση του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα στην Κούβα και στη Βολιβία αλλά μια ταινία για την πικρή καθημερινότητα της επαναστατικής ιδεολογίας.

 

Ο Στίβεν Σόντερμπεργκ έλαβε καίριες σκηνοθετικές αποφάσεις για να τιμήσει ιστορικά και δραματικά το δύσκολο θέμα του. Απέφυγε τα κοντινά πλάνα σε έναν χαρακτήρα που μαχόταν για τη συλλογική δράση και την ισότητα ανάμεσα στους συναγωνιστές του.

 

Στο πρώτο μέρος, που ονομάζεται Ο Αργεντίνος, ο Τσε στηρίζει τον Φιντέλ Κάστρο στην ανατροπή του Μπατίστα, ενώ στο δεύτερο μεταβαίνει στη Βολιβία, την αρχή μιας μακριάς, επώδυνης διαδρομής προς το τέλος, ανάμεσα στις σκιές της προδοσίας και την κλονισμένη από το χρόνιο άσθμα υγεία του.

 

Ο Στίβεν Σόντερμπεργκ έλαβε καίριες σκηνοθετικές αποφάσεις για να τιμήσει ιστορικά και δραματικά το δύσκολο θέμα του. Απέφυγε τα κοντινά πλάνα σε έναν χαρακτήρα που μαχόταν για τη συλλογική δράση και την ισότητα ανάμεσα στους συναγωνιστές του.

 

Δεν κατέφυγε σε τεχνικά κόλπα, κρατώντας την κάμερα στο χέρι ή, το πολύ, σε τρίποδο. Ζέστανε χρωματικά το πρώτο μέρος, μια και είναι γνωστό πως το αποτέλεσμα στην Κούβα ήταν θετικό ‒ αν και, όπως είχε επισημάνει ο ίδιος ο Τσε, ο πόλεμος κερδήθηκε, αλλά η επανάσταση μόλις είχε αρχίσει. Αντίθετα, το πιο αγχώδες δεύτερο μέρος (Ο Επαναστάτης), ένα ημερολόγιο τρόμου σε δύσβατες περιοχές, κανονικό θρίλερ τελετουργίας πολέμου, μοιάζει ψυχρότερο και αποστασιοποιημένο.

 

Ο τρόπος του Σόντερμπεργκ να τη μεταδώσει είναι να μας κάνει να πιστέψουμε πως είμαστε κι εμείς εκεί, να φοβηθούμε, να διστάσουμε, να κουραστούμε.

 

Η αφήγηση δεν είναι πάντα γραμμική, αλλά η αίσθηση της συνέχειας διατηρείται: το Che δεν είναι ακριβώς σαν τα δύο μέρη του Νονού, που ναι μεν μιλούν για την ίδια οικογένεια, αλλά η προσέγγιση και ο στόχος είναι διαφορετικοί. O Σόντερμπεργκ δεν ανυψώνει τον γνωστότερο επαναστάτη όλων των εποχών στη σφαίρα του μύθου ούτε τον καλύπτει με ένα αποπροσανατολιστικό πέπλο νοσταλγίας, όπως ο Βάλτερ Σάλες στα Ημερολόγια Μοτοσικλέτας.

 

Οι λεπτομέρειες για τη ζωή του σπανίζουν στο Che και υπερισχύουν η προσήλωση και η πειθαρχία. Ο τρόπος του Σόντερμπεργκ να τη μεταδώσει είναι να μας κάνει να πιστέψουμε πως είμαστε κι εμείς εκεί, να φοβηθούμε, να διστάσουμε, να κουραστούμε. Η τελευταία, υπέροχη σκηνή ενώνει ιδανικά τα δύο μέρη, υπονοώντας πως μια μεγάλη ιδέα κρύβεται σε μια επουσιώδη στιγμή και πως ο χρόνος και η Ιστορία δεν καταγράφουν πάντα το όνειρο με χρυσά γράμματα και σπουδαία λόγια.

 

Το μοναδικό αυτό εγχείρημα, που παραλίγο να σκηνοθετηθεί από τον Τέρενς Μάλικ, προβάλλεται για πρώτη φορά στις ελληνικές αίθουσες και χάρισε το Βραβείο Ερμηνείας στις Κάννες στον Μπενίσιο ντελ Τόρο, που εδώ δοκιμάζει μια παραλλαγή της ισπανικής γλώσσας προς τη διάλεκτο της Μαρ ντελ Πλάτα, και κυρίως δοκιμάζεται με όλους τους τρόπους για να ενσαρκώσει τον άνθρωπο Τσε, υπονοώντας συνεχώς τις ιδέες και το όραμά του στο βλέμμα και τις κινήσεις του.