Με τον τρόπο του, το Βαμένο Πέπλο είναι ένα τεστ θάρρους για όσους θεωρούν τον Σόμερσετ Μομ ισοδύναμο με τα ρομάντσα τύπου Βίπερ Νόρα και τις λεπτεπίλεπτες, κλαψιάρικες ιστορίες με δυστυχισμένες γυναίκες (κακομαθημένες αλλά τόσο γενναίες) και τους βαρετούς άντρες τους (γενναίους αλλά τόσο ευαίσθητους στο φινάλε).

Επειδή ο Μομ πίστευε στο στόρι και χρησιμοποιούσε μια φόρμουλα αφηγηματικά στρωμένη και ταξικά διαστρωματωμένη, συνήθως απορρίπτεται ως ελαφρός και ψιλοασήμαντος, ένας συγγραφέας που υπάγεται σε μια άλλη εποχή, τελειωμένη όπως και το ρομαντικό του είδος. Βιαστικό συμπέρασμα. Το Βαμμένο Πέπλο, παρ’ ότι συγκεκριμένο κι αυτό στους στόχους και το επίπεδό του, βουτάει σε έναν κόσμο σφαλισμένο από τις συμβάσεις και τις απαγορεύσεις (σημαντικό στοιχείο για το κλάμα και το δράμα) και εξετάζει διεξοδικά όλες τις παραμέτρους που ξεκινούν από την κοινωνική τακτοποίηση και τερματίζουν στην προσωπική δυσφορία, με τελικό προορισμό την «καθαρή κάθαρση». Το ζεύγος των Φέινς είναι ένα δείγμα έμμεσου προξενιού. Εκείνη θέλει να αντιδράσει στην πιεστική και σκληρή μάνα της και εκείνος την ποθεί και τη ζητάει σε γάμο. Όλοι ανακουφίζονται, αλλά λείπει η αμοιβαιότητα στον έρωτα. Για να τον τιμωρήσει επειδή είναι βακτηριολόγος και βαρετός, τα φτιάχνει με έναν γοητευτικό διπλωμάτη στη Σαγκάη. Για να την τιμωρήσει που τον απατά, και κυρίως που δεν τον αγάπησε ποτέ, τη σέρνει σε ένα μακρινό χωριό που μαστίζεται από τη φονική πανούκλα, και η κοσμική Κίτι φρικάρει αλλά δεν έχει άλλη επιλογή – πώς να πάει πίσω; Από τη μεγάλη αγγλική κοινωνία μεταβαίνει στη χειρότερη δυνατή μικρογραφία της, στο εφαρμοσμένο μοντέλο της αποικιοκρατούμενης Κίνας, και ο Μομ συγκρίνει το μεγάλο με το μικρό χωριό. Καταφέρνει να δημιουργήσει δύο μοναξιές τελείως διαφορετικές, και να τις ενώσει μέσα από το φίλτρο της εκτίμησης. Ενώ θεωρητικά η φιλανθρωπία στον έρωτα είναι σιχαμένη και αρνητική, στο Βαμένο Πέπλο λειτουργεί φυσιολογικά. Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος αν ο Γουόλτερ Φέινς και η Κίτι του τα βρίσκουν σταδιακά στο γάμο τους επειδή κάπως έτσι γινόταν παλιά με τα ζευγάρια (παντρεύονταν και μόνο από τύχη συγχρωτίζονταν), ή στο συγκεκριμένο έργο η ευτυχία κυλάει αποκλειστικά στο στερεμένο ρυάκι του πόνου, προσωρινά και φευγαλέα. Αναφέρω τον συγγραφέα καθώς η μαγιά, και κυρίως ο μυθιστορηματικός του κόσμος, καθορίζει τον τόνο με τον ίδιο τρόπο που τοποθετεί τις σωστές και μετρημένες λέξεις στο στόμα των ηρώων του. Χωρίς στιλιζάρισμα, όπως στην πρώτη μεταφορά του Μπολεσλάφσκι με πρωταγωνίστρια την Γκρέτα Γκάρμπο (υπάρχει και ένα ακόμη ασήμαντο ριμέικ του 1957), ο σκηνοθέτης Τζον Κάραν ακολουθεί και παρακολουθεί, αφήνοντας τις εκκρεμότητες να αναπτυχθούν συγκρατημένα και σε άφθονο χρόνο, επιλέγοντας να οδηγήσει τις αυταπάτες μιας γυναίκας για το παραμύθι του τέλειου έρωτα προς το ρεαλιστικότερο. Δεν υπάρχει εδώ ο μαγικός κόσμος του προπατορικού, προπολεμικού σινεμά, το σαρωτικό μελό όπως στον Κήπο του Αλλάχ ή το εξωτικό ντεκόρ με τα εφέ που ξύριζαν όπως στο Good Earth. Κυριαρχεί όμως η ανθρώπινη κλίμακα, μια πειστικότητα στη μοναχικότητα και την υπομονή από τον εξαιρετικό Έντουαρτ Νόρτον, η διαφορά φάσης στην επιθυμία, η ανατροπή του κλισέ πως ο έρωτας ο σωστός είναι και ο κεραυνοβόλος. Για τους θιασώτες του είδους της αρετής και της αμαρτίας, το έργο είναι σκέτη απόλαυση. Εξίσου απολαυστική είναι η μουσική επένδυση του Αλεξάντρ Ντεσπλά, του πληρέστερου νέου συνθέτη στο χώρο των σάουντρακ – είναι και ελληνικής καταγωγής, αν αυτό λέει κάτι.