Ο Μόρμπιους είναι ένας ακόμη δόκτωρ που αποκτά το δικό του κινηματογραφικό σύμπαν, τουλάχιστον προς το παρόν, και αντίθετα από τον επιρρεπή σε φανταστικά ταξίδια και θεαματικά επινοητικό στο παζλ του χρόνου Dr. Strange μένει εγλωβισμένος σε μια πεζή, ζοφερή πραγματικότητα. Καθηλωμένος από την παιδική του ηλικία λόγω εκφυλιστικής ασθένειας, ο νεαρός Αμερικανός δεν γεύεται χαρά και ελευθερία, βρίσκοντας μοναδική ανακούφιση στη φιλία του με τον Λονδρέζο Λούσιεν (τον φωνάζει χαϊδευτικά Μάιλο), ο οποίος βασανίζεται από την ίδια σπάνια πάθηση του αίματος και νοσηλεύεται επίσης σε μια κλινική στην Κέρκυρα.

 

Ο Μάικλ Μόρμπιους εξελίσσεται σε έναν αντισυμβατικό επιστήμονα (αρνείται το βραβείο Νόμπελ, απορρίπτοντας ταυτόχρονα μεγάλες επιχορηγήσεις), βοηθά παιδιά με σοβαρά προβλήματα υγείας, ενώ ψάχνει καινοτόμο τρόπο θεραπείας για το δικό του πρόβλημα. Τον βρίσκει, με τη μέθοδο του διακυτταρικού βαμπιρισμού, μια γενετική διασταύρωση του ανθρώπινου γονιδίου με εκείνο της νυχτερίδας. Με λίγα λόγια, γίνεται βαμπίρ που οι περιστάσεις το φέρνουν να τραφεί για πρώτη και βίαιη φορά με αίμα (αμετανόητα κακών) ανθρώπων, αν και δεν ήταν στις προθέσεις του, και να συντηρείται με ήπιο και ειρηνικότερο τρόπο, πίνοντας τεχνητό αίμα που εκείνος εφηύρε.

 

Η διάρκεια της ισχύος του μαγικού ελιξιρίου δεν είναι αρκετή, η κατανάλωση αληθινού αίματος ξυπνά δολοφονικές ορμές και καταστροφικές συνέπειες. Το δίλημμα οξύνεται όταν ο πλούσιος και ετοιμοθάνατος Μάιλο ανακαλύπτει τι έχει μετατρέψει τον πάλαι ποτέ πελιδνό παλιόφιλο σε σφριγηλό, εντελώς υγιή άνδρα, και, μετά από μια ζωή μίζερης στέρησης, θέλει κι αυτός!

 

Ο Doctor Who, πρίγκιψ Φίλιππος στο Crown και Τζακ ο προαγωγός της δόλιας Άνια Τέιλορ Τζόι στο Συνέβη στο Σόχο, Ματ Σμιθ, ζει το όνειρο που απώθησε και το διεκδικεί με εκδικητική μανία και ανεξέλεγκτη ζωηράδα, εμβολιάζοντας με αιχμή και σπίθα σε κάθε του κίνηση μια μονότονη, χωρίς εκπλήξεις ιστορία βρικολάκων.

 

Σε αντίθεση με τον ταπεινής καταγωγής Blade, που γεννήθηκε με την κατάρα της συγγένειας με έναν βδελυρό Δράκουλα και ορκίστηκε να εκδικείται πάντα τους απειλητικούς για το ανθρώπινο βρικόλακες (και σύμφωνα με τα αρχικά κόμικ των ’70ς και τον Μόρμπιους), ο επιστήμονας με το κυνικό χιούμορ και τη γενναιόδωρη καρδιά μετάγγισε την κατάρα με δική του ευθύνη στο σώμα του και έθεσε την ηθική του σε διαθεσιμότητα, αδυνατώντας να βρει μια δόκιμη λύση στη μετάδοση της τεχνητής επιδημίας στην απέλπιδα κατάσταση στην οποία περιήλθε ‒ η αρραβωνιστικιά του είναι με το μέρος του, αλλά καταζητείται από τις Αρχές και κινδυνεύει από τον πιο έμπιστο συνοδοιπόρο στη ζωή του.

 

Τα εφέ της δραματικής περιπέτειας είναι αναμενόμενα, η μείξη ήχου εντελώς αποτυχημένη για τόσο μεγάλη παραγωγή και η διχοτόμηση του ήρωα θυμίζει πολλές άλλες, με πιο κοντινή εκείνη του Βένομ, μείον το βεβιασμένο χιούμορ ‒ όχι κακό σημάδι, για να είμαστε ειλικρινείς. Στο εκτεταμένο σύμπαν της Marvel αυτήν τη στιγμή ο Morbius δεν έχει σαφή τοποθέτηση, αν και γίνεται μια προσπάθεια να ενωθεί με έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα.

 

Ο Τζάρεντ Λέτο, κατ’ εξαίρεση, δεν επιδίδεται σε ακροβατική μεταμόρφωση για τις ανάγκες μιας ακόμη βιογραφίας. Αρκείται σε μια λιτή σύσταση του χαρακτήρα του που, από την παρατεταμένη βαρυχειμωνιά της έρευνάς του για αυτοΐαση, περνά γρήγορα στην καυτή αγωνία της επιβίωσης.

 

Ο Σουηδο-χιλιανός σκηνοθέτης Ντάνιελ Εσπινόζα (Child 44, Life) δεν άφησε χώρο για πρωτότυπη δράση ή εμβάθυνση σε έναν καινούργιο χαρακτήρα που χρειαζόταν ψυχή για να σταθεί απέναντι στον σκληρό ανταγωνισμό των αιμοσταγών βαμπίρ που γράφουν κινηματογραφική ιστορία εδώ και έναν αιώνα (100 χρόνια συμπληρώθηκαν από τον Νοσφεράτου του Μουρνάου, που αναφέρεται ως όνομα πλοίου μέσα στην ταινία) αλλά και στην οικογένεια της Marvel, όπου και τυπικά ανήκει.