Ταυτόχρονα με τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, ο Σαμ Μέντες αποφάσισε να γυρίσει την πιο σινεφίλ ταινία του με γενναίες δόσεις αυτοβιογραφίας στο σενάριο. Και στην Αυτοκρατορία του Φωτός, όπως και στους Fabelmans, πρωταγωνιστεί η μητέρα του ήρωα.

 

Εδώ η Χίλαρι, υπεύθυνη προσωπικού σε μια μεγάλη κινηματογραφική αίθουσα στη Νότια Αγγλία, διατηρεί μια άχαρη σεξουαλική σχέση με τον παντρεμένο διευθυντή της και η ζωή της αλλάζει όταν τα φτιάχνει με έναν νεότερό της, καινούργιο συνάδελφο, και εκδηλώνεται η επιθετική πλευρά της κατάθλιψης που την κράτησε μακριά από τις υποχρεώσεις της όχι πολύ καιρό πριν.

 

Κι ενώ ο Σπίλμπεργκ μιλά για την οικογένειά του, την προσωπική έκφραση, τη λύτρωση από τα μυστικά και τις μισές αλήθειες, το ίδιο το σινεμά και την έμπνευση, ακολουθώντας τη συμβουλή του θρυλικού Τζον Φορντ, διά του Ντέιβιντ Λιντς, ο Μέντες, που ειρωνικά ξετρελάθηκε για πρώτη φορά με το μέσον όταν ανακάλυψε στα δέκα του χρόνια τις Στενές επαφές τρίτου τύπου, πραγματεύεται την ψυχική ασθένεια, με τη σινεφιλία περισσότερο ως πρόφαση, μεγαλοπρεπή βέβαια, αλλά δευτερεύουσα.

 

Η ιδέα του είναι πως σε αυτό το θεσπέσιο παλάτι μιας άλλης εποχής, το παραθαλάσσιο Empire, που ονειρεύεται δόξες περασμένες και αναθέρμανση του πεσμένου ενδιαφέροντος με την πρεμιέρα των Δρόμων της Φωτιάς (άρα βρισκόμαστε στο 1981 και η Αγγλία δεν κυνηγάει μόνο τα εισιτήρια αλλά φλέγεται από τη διακυβέρνηση της Θάτσερ), μια γυναίκα υποκαθιστά την οικογένεια που δεν έκανε με το προσωπικό, νοιάζεται και φροντίζει για την παραμικρή λεπτομέρεια, υποδέχεται τους θεατές σαν να ήταν σπίτι της, μα ταινίες δεν παρακολουθεί ποτέ. Αρνείται να παρασυρθεί από το συναίσθημα, ίσως γιατί φοβάται μην ξεγελαστεί από τη διαμεσολαβημένη μαγεία του μέσου, μήπως ραγίσει οριστικά. Ωσότου αντιληφθεί τι απόλαυση έχανε μια ζωή ή, καλύτερα, τι είδους ζωή της διέφυγε χωρίς σινεμά, σε κάτι που μοιάζει πολύ με σιντριβάνι κλαυθμώνος του Τορνατόρε και περιλαμβάνει μια υπέροχη, όχι και τόσο γνωστή ταινία της εποχής που διαδραματίζεται η Αυτοκρατορία του Φωτός ‒και είναι εξαιρετικά ευχάριστο που από τη συγκεκριμένη σκηνή ίσως την ανακαλύψει μια νεότερη γενιά‒, η διπολική Χίλαρι γίνεται ο δίαυλος του κοινωνικού σχολίου του Μέντες για μια Αγγλία γεμάτη απωθητικές ατέλειες στη δύση της ’70s πανκ φουρτούνας, με το ταξικό και το ρατσιστικό στην κορυφή του πολιτικού αναβρασμού.

 

Ο «πολιτικός» Μέντες δεν ξεχνάει την προσωπική κατάθεση περί ψυχικής ασθένειας, αλλά το σεναριακό κομμάτι, που δεν υπήρξε ποτέ προτεραιότητα στα εντυπωσιακά σκηνοθετικά του βήματα, από το θέατρο και το American Beauty μέχρι τους Μποντ και το 1917, σκορπίζεται παρά θίν’ αλός, όποτε δεν το σώζει με τις εικαστικές του συνθέσεις ο μέγας Ρότζερ Ντίκινς, ο διευθυντής φωτογραφίας που απέσπασε τη μοναδική υποψηφιότητα της ταινίας στα Όσκαρ και τη δική του 17η για μια σειρά από ταμπλό του παρηκμασμένου art deco «ναού», τα χρώματα της μεταβατικής δεκαετίας και τα διακριτικά κοντινά στα πρόσωπα. Άθελά του επιτείνει την αυτάρεσκα σημαντική πρόθεση του Μέντες να χωρέσει δυο μεγάλες ιστορίες σε ένα αποστασιοποιημένο στόρι με διακεκομμένη τρυφερότητα και αρκετά déjà vu.

 

Δεν περιμέναμε ένα ακόμη Μπέλφαστ, φορτωμένο με την αναμνηστική υπερβολή του Κένεθ Μπράνα, αλλά ο πυρήνας του φιλμ, το ρομάντσο μεταξύ της ερμητικής Κόλμαν και του πιο φευγάτου Στίβεν (ο Μάικλ Γουόρντ από το «Top Boy») με φόντο άνδρες-αρπακτικά, όπως το αφεντικό του Κόλιν Φερθ ή εξαιρέσεις σαν τον υπεύθυνο προβολής του πάντα εξαίσιου Τόμπι Τζόουνς, φαντάζει τραβηγμένο στην αντίθεσή του, σαν καλοζωγραφισμένο ψυχόδραμα που πακετάρει κομψά και τους συμβολισμούς του.