Όσοι θέλετε να ζήσετε μια εμπειρία «αναβαθμισμένου τρόμου» στην Άγρια Δύση, αξίζει να αναζητήσετε το Wind, την προηγούμενη, πολλά υποσχόμενη ταινία της Έμα Τάμι. Αναλαμβάνοντας την κινηματογραφική μεταφορά μιας επιτυχημένης σειράς βιντεοπαιχνιδιών τρόμου, η Τάμι είχε να αντιμετωπίσει την κατάρα των σχετικών διασκευών. Για εμάς, βέβαια, δεν υφίσταται κατάρα, παρά μόνο μια διαχρονική παρεξήγηση: όταν παίζουμε ένα βιντεοπαιχνίδι και σκεφτόμαστε ότι αυτό θα γινόταν μια φανταστική ταινία, συνήθως πέφτουμε έξω, καθώς, λόγω της εμπλοκής μας ως gamers, αδυνατούμε να δούμε τη γενικότερη εικόνα. Στην πραγματικότητα, επειδή το σινεμά είναι διαφορετικό format από τα video games, κατά τη μεταφορά χρειάζεται μπόλικη αφαίρεση και γενναία διασκευή – ακόμα και playable ταινίες, σαν το ατμοσφαιρικό Heavy Rain, θα φάνταζαν εξωφρενικές, αν κάποιος τις μετέφερε αυτούσιες στο πανί.

 

Δεν σκοντάφτει στην απουσία gore το Five nights at Freddy’s –είναι αρκετά σκληρό για PG-13 ταινία– αλλά στο σενάριό του. Από ένα σημείο κι έπειτα τίποτα δεν έχει σημασία, επειδή σωρεύονται απιθανότητες που δεν θα μας πείραζαν τόσο, αν κρατούσαμε στα χέρια μας το gamepad και είχαμε τον νου μας στραμμένο στον τρόπο εξόντωσης των αιμοβόρων μηχανικών κινδύνων που παραμονεύουν στον εγκαταλελειμμένο χώρο διασκέδασης του τίτλου. Όσο για τον τόνο, υποθέτουμε ότι κάποιοι θα ήθελαν μια πιο κανιβαλική προσέγγιση της δράσης. Είναι, όμως, τόσο δυσάρεστα και νοσηρά τα μυστικά του Freddy, ώστε μια πιο χαβαλεδιάρικη δημιουργική γραμμή θα συνοδευόταν από έλλειψη ευαισθησίας, αν όχι γούστου.

 

Κρατάμε το ατμοσφαιρικό πρώτο ημίωρο και την επιμονή στις χειροποίητες κατασκευές, εκεί όπου η μέση σύγχρονη παραγωγή επενδύει στην ασχήμια του CGI. Όσο για την υπόλοιπη ταινία, την ξεχνάμε, σε βιωμένο χρόνο, μας φάνηκε όντως να διαρκεί πέντε νύχτες.