Κάτι σάπιο υπάρχει στο Βασίλειο της Δανιμαρκίας, που έλεγε και ο Σαίξπηρ, αν και στη Γη της Επαγγελίας ο Νικολάι Αρσέλ εξερευνά την καταστροφική, διεφθαρμένη εξουσία των ευγενών όχι κάτω από το προσωπικό δράμα του Άμλετ αλλά στο αταλάντευτο βλέμμα και την απωθημένη βία που κρύβει ένας φιλόδοξος και καταφρονεμένος στρατιωτικός, ένας outsider που ήρθε να ταρακουνήσει τα κεκτημένα και να δώσει ζωή στο καταραμένο χώμα που περιέβαλλε τη φαυλότητά τους. Ο λακωνικός λοχαγός Λούντβιχ Κάλεν επιθυμεί διακαώς να αποδείξει την αξία του σε μια κάστα που τον απαξιώνει, διεκδικώντας ένα κομμάτι γης στην έρημη και επικίνδυνη Γιουτλάνδη του 1755, για να το μετατρέψει σε πρόσφορο έδαφος για καλλιέργεια και αργότερα για εποικισμό.

 

Από ένα ευνοϊκό γύρισμα της τύχης, αν και όχι χωρίς δόλια δεύτερη σκέψη, οι άνθρωποι του βασιλιά τού το παραχωρούν κάτω από στενότατες προϋποθέσεις και βρίσκεται αντιμέτωπος με τον προύχοντα της κομητείας Φρέντεριχ φον Σίνκελ (το φον το παραλείπουν επίτηδες οι εχθροί του), έναν οκνό και φθονερό κακοποιητή που τον πολεμά από το σημείο εκκίνησης. Μοναδικός του σύμμαχος ένας νεαρός ιερέας και βοηθοί του ένα ζευγάρι που δραπέτευσε και κρύβεται στον αχυρώνα του, με αντάλλαγμα τις υπηρεσίες τους. Η Μπάρμπαρα Αν γίνεται το στήριγμά του σε μια σχέση τουλάχιστον περίεργη, και σίγουρα δύσκολη: κατά δική του ομολογία ο Κάλεν δεν έβρισκε ποτέ τον λόγο να μιλήσει σε μια γυναίκα (πέρα από τα διαδικαστικά…) και βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να πρέπει να υπερασπιστεί το πρωτόγνωρο αίσθημα έναντι της ισόβιας λαχτάρας του να μεταμορφωθεί σε αριστοκράτη πρίγκιπα βάσει του εκδικητικού σεναρίου που έχει γράψει ο ίδιος, και σκοπεύει να εκτελέσει πάση θυσία. Ένστολος και άνομος, άνθρωπος με αυστηρό κώδικα και κάποια ηθική πυξίδα, αλλά ταυτόχρονα ψυχρός και γυμνός από κάθε αίσθηση συναισθηματικής νοημοσύνης, ο ακοινώνητος και μάλλον αδιάφορος για την ανθρωπότητα Κάλεν του Μαντς Μίκελσεν γίνεται ένας συναρπαστικός χαρακτήρας σε ένα ισορροπημένο, ευαίσθητο, λεπτομερές και ακαδημαϊκό αφήγημα, όπως το ξεδιπλώνει αργά και μυαλωμένα στον χάρτη της δανέζικης άγριας δύσης ο ελληνικής καταγωγής Αρσέλ στη δεύτερη συνάντησή του με τον σπουδαίο ηθοποιό μετά τον υποψήφιο για Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας Έρωτα της Βασίλισσας, μια δεκαετία πριν.

 

Αρκεί να μη χάσετε από τα μάτια σας τον Μίκελσεν στο πρώτο ημίωρο, για να διαβάσετε τις προθέσεις της ταινίας, κατανοώντας τι συμβαίνει στο βλέμμα του αμίλητου Λούντβιχ: ένας ωκεανός μίσους, το εύφλεκτο κράμα απέχθειας για την μπάσταρδη προέλευσή του και της αυταπάρνησης μπροστά στον ορίζοντα της ανόδου σε ένα status που ούτως ή άλλως λατρεύει να απεχθάνεται (φοβάται και έλκεται αταβιστικά από αυτό), απελπισία για τις δεινές συνθήκες στις οποίες περιέρχεται και πείσμα για να κάνει το αδύνατο εφικτό. Σπίθες ενός σκληροτράχηλου χαρακτήρα που σταδιακά συνειδητοποιεί τις ελλείψεις του και, για το καλό του, κάμπτεται διαφαίνονται μέσα από την καταλυτική παρουσία της γυναίκας στη ζωή του, αλλά είναι ο Μίκελσεν με τη χαρακτηριστική του ευελιξία εκείνος που ηγείται της δύσβατης διαδρομής σε μια ιστορία με πολλά αληθινά περιστατικά και τη βαθιά και εκρηκτική ερμηνεία του αμβλύνει κάποιες αδυναμίες, όπως η μονοδιάστατα μοχθηρή φύση των πολέμιών του. Η Γη της Επαγγελίας, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Βενετίας το 2023 και αποτελεί την επίσημη υποβολή της Δανίας στα επερχόμενα Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας δοκιμάζει μια αντι-ρομαντική πρόταση στο είδος της αισθηματικής περιπέτειας εποχής και ως έναν βαθμό καλύπτει και τις τρεις κατηγορίες, διότι δεν παραδίδεται αμαχητί σε καμία από αυτές.