Η νύχτα και η πόλη πρωταγωνιστούν στο ντεμπούτο της Κρίστι Χολ, που συνυπογράφει σενάριο και σκηνοθεσία. Μια πελάτης ταξί και ο οδηγός του θα διανύσουν την απόσταση μεταξύ αεροδρομίου JFK και κεντρικού Μανχάταν, αλλά κι εκείνη ανάμεσα σε δύο διαφορετικές κοσμοθεωρίες, που εύλογα αποκλίνουν, μα τελικά συγκλίνουν και εφάπτονται χάρη στις καθολικές ανάγκες της επαφής, της ανακούφισης και της λύτρωσης. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω του διαλόγου, μιας χαμένης αρετής ανάμεσα σε (σοσιαλμιντιακές) φωνές που γνωρίζουν μόνο να συμφωνούν μεταξύ τους, περιφρονώντας (ή καταπνίγοντας) τις αντίθετες.

 

Τα τεχνητά φώτα της λεωφόρου, οι κλεφτές ματιές του φακού στα πολυάριθμα, ασφυκτικά στοιβαγμένα, μα ταυτόχρονα τόσο μοναχικά παράθυρα της νεοϋορκέζικης μητρόπολης, οι συνθέσεις του Ντίκον Χίνκλιφ των Tindersticks, που γνωρίζει το σάουντρακ της νύχτας όσο λίγοι, και το tempo του διαλόγου συνθέτουν ατμόσφαιρα και υπηρετούν αρμοστά την εξομολογητική διάθεση του εγχειρήματος. Ο ανεπιτήδευτος μαγνητισμός και η διφορούμενη εκφορά του λόγου της Ντακότα Τζόνσον βρίσκουν πεδίο για να ξεδιπλωθούν, τον δε Σον Πεν είχες χρόνια να τον δεις τόσο γήινο και ίσως να μην τον είχες ξαναδεί ποτέ τόσο ντενιρικά προσηλωμένο –άρα απέριττο– όσο εδώ, πίσω από το τιμόνι του ταξί, με ένα δεύτερο ερμηνευτικό επίπεδο μετάνοιας και συστολής, κρυμμένο κάτω από το προσωπείο του παντογνώστη «διαμορφωτή συνειδήσεων». 

 

Οι δυο τους αναβαθμίζουν και υπερβαίνουν τετριμμένους ελιγμούς και pop ψυχολογισμούς του σεναρίου, οι οποίοι κινδυνεύουν να εκτροχιάσουν το δραματουργικό όχημα. Ευτυχώς, ολοκληρώνει ομαλά τη διαδρομή του με μια τελική σκηνή κι έναν ιδιοφυή αποχαιρετισμό, όπου ο ένας ήρωας είναι πεπεισμένος ότι έχει πετύχει κάτι συγκεκριμένο, για να πάρει τελικά κάτι άλλο, που ίσως να χρειαζόταν περισσότερο.