Δεν πάει ούτε ένας χρόνος από τότε που στο Civil War του Άλεξ Γκάρλαντ είδαμε την Κίρστεν Ντανστ να ενσαρκώνει την πολεμική ανταποκρίτρια Λι Σμιθ, κοιτώντας με αγέρωχο και αποστασιοποιημένο βλέμμα τη φρίκη που ξεδιπλωνόταν μπροστά της, μια ευθεία αναφορά στη Λι Μίλερ, τη διάσημη φωτογράφο που έμεινε στην ιστορία για την autoportrait πόζα που τόλμησε να τραβήξει στο διαμέρισμα του Χίτλερ αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, γυμνή μέσα στην πράσινη μπανιέρα του, με το πορτρέτο του Αδόλφου ακριβώς δίπλα της. Η ζωή της Αμερικανίδας δεν είναι απλώς μυθιστορηματική αλλά μοιάζει βγαλμένη μέσα από μια άγρια φαντασία, εξίσου παραμυθένια και τρομακτική.

 

Κόλλησε το μικρόβιο της επονομαζόμενης «όγδοης τέχνης» από τον πατέρα της, για τον οποίο πόζαρε γυμνή ως έφηβη, σπούδασε στο Vassar και έγινε μοντέλο στο προπολεμικό Παρίσι, όπου την ανακάλυψε τυχαία, κυριολεκτικά σωζοντάς τη από τις ρόδες αυτοκινήτου, ο ίδιος ο Κόντε Ναστ, ιδρυτής της ομώνυμης εκδοτικής αυτοκρατορίας. Συνεργάτις και στενή φίλη του Μαν Ρέι, του Ζαν Κοκτό και του Πολ Ελιάρ την περίοδο του καλλιτεχνικού οργασμού, η Νεοϋορκέζα καλλονή έπιασε δουλειά στη «Vogue», σπάζοντας τα στεγανά ενός cover girl περνώντας πίσω από την κάμερα, κάτι ανήκουστο ακόμη και για τα δεδομένα της εποχής.

 

Το βιογραφικό δράμα, και σκηνοθετικό ντεμπούτο, της Έλεν Κούρας, διακεκριμένης διευθύντριας φωτογραφίας κυρίως του ανεξάρτητου κινηματογράφου και του ντοκιμαντέρ, παίρνει τη σωστή του διάσταση στο δεύτερο μέρος, όταν η πάντα ανήσυχη Μίλερ απευθύνεται στη βρετανική «Vogue» στα μέσα του πολέμου και επιμένει να «καταταγεί», θεωρώντας πως οτιδήποτε άλλο εκτός από την ενεργή συμβολή στην πρώτη γραμμή δεν είχε καμία σημασία, τουλάχιστον για εκείνη – ο πολύς και διαβόητος είρων Σέσιλ Μπίτον, φωτογράφος τη βασιλικής οικογένειας και μετέπειτα ενδυματολόγος και σκηνογράφος με δύο Όσκαρ, βρήκε ευκαιρία να στάξει απωθημένη χολή για ένα γερασμένο μοντέλο που έψαχνε νόημα στη ζωή του.

 

Ένα από τα βασικά υποκριτικά προσόντα της Κέιτ Γουίνσλετ, η αυθεντική συμπόνια, αξιοποιείται στο έπακρο από την Κούρας, και οι σκηνές της στο κατεχόμενο Παρίσι και στην επικίνδυνη αποστολή του Σαν Μαλό, όταν ακόμη δεν δέχονταν γυναίκες χωρίς στρατιωτικό ρόλο, προκύπτουν από τον ζωτικό χρόνο που αφιερώνει η σκηνοθέτις στα μάτια της Γουίνσλετ, όταν σκύβει με ανθρωπιά πάνω από τον πόνο και τη φρίκη, αλλά πρέπει να εστιάσει στο κλικ της Ρόλεφλέξ της σβέλτα και όσο γίνεται πιο κοντά στην τελειότητα. Παράλληλα «τρέχει» και η ερωτική της σχέση με τον αριστοκρατικής καταγωγής σύζυγό της, τον σουρεαλιστή καλλιτέχνη και βιογράφο του Πικάσο και του Μιρό, Ρόλαντ Πένροουζ (Σκάρσγκαρντ), δείχνοντας την πλευρά μιας γυναίκας με ερωτική επιθυμία εξίσου φλογερή με το καλλιτεχνικό της ταμπεραμέντο.

 

Κοινωνός δυσβάστακτων γεγονότων που επηρέασαν βαθύτατα τον ψυχισμό της, η Μίλερ είδε τον κύκλο της να διαλύεται και τον κόσμο να αλλάζει δραματικά· η Κούρας αποτυπώνει χωρίς υπερβολές το εν εξελίξει πορτρέτο μιας γυναίκας που καθρεφτίζεται στις εικόνες που εκείνη αποτύπωσε, στον βομβαρδισμό του Λονδίνου, στα χαρακώματα του Σαν Μαλό, στην απελευθέρωση και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, και στη σταδιακή της απομόνωση από μια ζωή που πλέον δεν της έδινε χαρά. Κι ενώ η δομή της βιογραφικής ταινίας Lee μοιάζει τυπική, η αφήγηση των αναμνήσεων της φωτογράφου μέσα από τη συνέντευξη με έναν νεαρό δημοσιογράφο αποκαλύπτεται στο φινάλε πως δεν είναι ένα απλό σεναριακό τέχνασμα.

 

Παρουσιάζει, επίσης, ενδιαφέρον πως την ίδια περίοδο που η «Vogue» γιορτάζει τα ’90s με μια αυτοσυγχαρητήρια μίνι σειρά για τον ρόλο της στη διαμόρφωση της ποπ κουλτούρας και την οργανική της επιρροή στη σημερινή εμφάνιση των ανθρώπων και στα τρέχοντα ήθη μέσα από την καταλυτική αλλαγή των εξωφύλλων, παίζεται στις αίθουσες, σαν αθόρυβη υποσημείωση, η δραματοποιημένη ζωή μιας γυναίκας που από εξώφυλλο του ίδιου περιοδικού και πάλαι ποτέ άβουλο μοντέλο πάλεψε για τη δημοσίευση των αποκρουστικών πολεμικών φωτογραφιών στη βρετανική έκδοση, γιατί ο κόσμος δεν πίστευε πως όντως έγιναν τέτοιες φρικαλεότητες, κι ενώ το υπουργείο της χώρας τις απαγόρευσε για να προστατεύσει το δημόσιο αίσθημα, η αμερικανική «Vogue» ήταν αυτή που τελικά της φιλοξένησε!