Η ειδικότητα του σκηνοθέτη και παραγωγού Κρέιμερ στις ουμανιστικές ταινίες ήταν ταυτόχρονα και το κινηματογραφικό του ελάττωμα. Το σινεμά δεν είναι κήρυγμα και σίγουρα δεν κρίνεται από την ευγένεια των προθέσεων και τους υψηλούς σκοπούς της θεματολογίας του (μια ηθική πυξίδα δεν προσφέρεται για σπουδαίο θέαμα). Το τετράπτυχο Defiant Ones,Inherit the Wind,Judgment at Nuremberg, Guess Who's Coming to Dinnerείναι ένα παράδειγμα κλασικού και μεγαλεπήβολου ακαδημαϊσμού, βασισμένου σε liberal αρχές, μεγάλες μονολόγους και έντονη προσήλωση στην ανθρώπινη οντότητα και τα δικαιώματα του πολίτη. Οι αφορμές του ήταν πάντα ενδιαφέρουσες. Εμπνεόταν (αν και ο όρος έμπνευση δεν είναι κατ' ανάγκη δόκιμος στην περίπτωση ενός «ξύλινου» σινεμά) από τις πολιτικοκοινωνικές τάσεις και τα ρεύματα της αλλαγής, την ιστορία και τον αποφασιστικό παράγοντα του ενός που μπορεί να κάνει τη διαφορά. Ιδανικός εκφραστής του ο Τρέισι, που με την απλότητα και τη φυσική του στάση απέναντι στις καταιγίδες των γεγονότων προσέφερε την ποθούμενη λύση που ο συνηθισμένος άνθρωπος ονειρευόταν για τον εαυτό του, ένας ιδεαλιστής ερμηνευτής στο χάος της αδικίας και της πλάνης, η φωνή της καρδιάς και της λογικής.

Ειρωνικά, το Όσκαρ ερμηνείας πρώτου ρόλου σε αυτήν ταινία, όπως και το Βραβείο Κριτικών της Νέας Υόρκης, κατέληξε στην πολύπλοκη και παθιασμένη performance του Μαξιμίλιαν Σελ, του Αυστριακού ηθοποιού που ενσάρκωσε τον Χανς Ρόλφε, πληρεξούσιο δικηγόρο του δικαστικού των Ναζί Ερνστ Γιάνινγκ, ενός από τους αξιωματούχους που δεν πάτησαν μεν την σκανδάλη αλλά έδωσαν το «πράσινο φως» με τις αποφάσεις και την εξουσία τους για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ο Τρέισι παίζει το συνταξιοδοτημένο δικαστή από το Μέιν που καταφθάνει στη Νυρεμβέργη για να προεδρεύσει της ιστορικής δίκης.

Η δευτερεύουσα φήμη της ταινίας οφείλεται στη μάχη των μονολόγων. Εκείνος του Λάνκαστερ, του Γιάνινγκ στο έργο, ήταν ο πιο περίπλοκος και άχαρος, δύσκολος, καθώς ο ηθοποιός έπρεπε να τον αποδώσει με προφορά και περιορισμένη έκφραση. Ο 11λεπτος μονόλογος του Τρέισι έγινε με μια λήψη και συγκίνησε τους παριστάμενους στο πλατό σε τέτοιο βαθμό που όλοι ξέσπασαν σε δακρυσμένα χειροκροτήματα. Η αγόρευση του Σελ/Ρόλφε ήταν αυτή που σάρωσε στα βραβεία, η αντίστροφη άποψη που νομίμως εγείρεται γύρω από το δικαίωμα του δικαστικού στην ισχύ της θέσης του, κάτι που ίσχυε για τον ίδιο και τους κατηγορούμενους που υπερασπίστηκε.

Επίσης, οι εμφανίσεις ηθοποιών σε ρόλους μαρτύρων ήταν μια μικρή μάχη εντυπώσεων και απόδειξης ερμηνευτικών δυνατοτήτων από γερασμένους σταρ που ήθελαν να δηλώσουν καλλιτεχνικό «παρών» στη δύση της καριέρας τους. Γκάρλαντ και Κλιφτ απέσπασαν υποψηφιότητες στα Όσκαρ και η Ντίτριχ πήρε λαμπρές κριτικές.

Ίσως ο ήρωας της ταινίας να ήταν ο σεναριογράφος Άμπι Μαν, που μάζεψε και μορφοποίησε τεράστιο υλικό και του έδωσε μια αφηγηματική ροή. Αν δείτε το φιλμ σήμερα, θα μορφωθείτε ιστορικά, θα χαζέψετε μεγάλα ονόματα του παρελθόντος, θα συγκινηθείτε από μερικές σκηνές ερμηνευτικής βιρτουοζιτέ, κινδυνεύετε όμως να βαρεθείτε από το ανιαρό αράδιασμα γεγονότων και αγορεύσεων.