Διότι ο Ηλίας με κόπο αρθρώνει μερικές προτάσεις στην ταινία. Ένα βουβό παιδί στο μεγάλο τασάκι των αετονύχηδων. Έχει μάθει κάτι κουτσογαλλικά, που θα του χρησιμεύσουν όταν με το καλό φτάσει στο Παρίσι των ονείρων του. Μέχρι τότε, υφίσταται τις Συμπληγάδες. Βουτάει στη θάλασσα για να γλιτώσει από τη δίωξη λαθρομεταναστών και ξεβράζεται σε μια ακτή της Κρήτης. Το πρωί ξυπνάει μισόγυμνος και ταλαιπωρημένος και με έκπληξη διαπιστώνει πως βρίσκεται ανάμεσα σε οργανωμένους γυμνιστές. Η σύλληψη της σεκάνς είναι καταπληκτική: ο Γαβράς τοποθετεί τον γυμνό από ανάγκη δίπλα στους γυμνούς από επιλογή, και κανείς δεν καταλαβαίνει τη διαφορά. Ο Ηλίας τη σκαπουλάρει στην ηλιόλουστη Ελλάδα των τουριστών, καθώς είναι καλοσχηματισμένος και γίνεται αντικείμενο πόθου - έτσι κι αλλιώς από άνθρωπο με προσωπικότητα και υποκείμενο με κάποια οντότητα έχει εξελιχθεί σε απλή μονάδα, πρώην πολίτη και πλέον κεφάλι στην αγέλη των απάτριδων αγνώστων.

Η συνέχεια του επιφυλάσσει σκωτσέζικο ντους. Ο Ηλίας (όνομα σύγχρονο μα και αρχαίο, άρρηκτα δεμένο με το χριστιανικό, τον εβραϊκό και τον μουσουλμανικό πολιτισμό) μαθαίνει να προετοιμάζεται για το χειρότερο σε ένα ταξίδι όπου προτεραιότητα γι' αυτόν είναι η επιβίωση. Κάνει σεξ με άνδρες και με γυναίκες, κλέβει για να ζήσει, πεινάει και κρυώνει και δείχνει να ξεχνάει από πού έρχεται. Ούτως ή άλλως, ούτε ο θεατής έχει σαφή πληροφορία για το αν είναι οικονομικός ή πολιτικός μετανάστης και δεν ενδιαφέρει τελικά. Η γλώσσα που κάποια στιγμή μιλάει, μια οικεία εσπεράντο, είναι τεχνητή και θυμίζει αρχαία αραβική με γαλλική δομή. Ο Γαβράς τον συμπαθεί - και γιατί όχι. Είναι ο καθρέφτης της καχυποψίας του καθενός από εμάς, κλέφτης, φτωχοδιάβολος, καλόβολος, αμήχανος και αναγκαστικά πολυμήχανος, ευγενικός και αγρίμι, που ταλαντεύεται στο τεντωμένο σχοινί ανάμεσα στο κέντρο και στο περιθώριο.

Κι ενώ ο Έλληνας σκηνοθέτης βλέπει το πέρασμα από τη Ελλάδα και τη Γερμανία ως το αναγκαστικό βήμα προς τον τελικό πολιτισμό, δηλαδή τη Γαλλία-επιτομή του δυτικού πολιτισμού και του ανθρωπιστικού πνεύματος-, η αλήθεια είναι πως στέκεται πολύ κριτικά προς τη χώρα που τον αγκάλιασε και τον έθρεψε καλλιτεχνικά. Το Παρίσι του σήμερα, κατοικημένο από φόβο και σκληρότητα, είναι η σκιά ενός ένδοξου παρελθόντος ανεκτικότητας και ευγένειας. Η διαφορά αποκαλύπτεται με μια απλή, σύντομη και τόσο γενναιόδωρη χειρονομία: η Αν Ντιπερέ συναντάει τον μετανάστη, τον λυπάται και κυρίως κατανοεί την κατάστασή του. Τον οδηγεί στο διαμέρισμά της και ενώ, μετά από όλες τις προηγούμενες περιπέτειες του, υποψιαζόμαστε πως μπορεί και να τον εκμεταλλευτεί ή να τον κοροϊδέψει, του χαρίζει το σακάκι του μακαρίτη άνδρα της, δηλώνοντας πως ένα ρούχο στην κοινωνία των ντυμένων ανακουφίζει την εντύπωση και θολώνει τη διάκριση, σατιρίζοντας έτσι την παραδοσιακή προσκόλληση που έχουν οι Γάλλοι με τη μόδα. Με αυτό τον τρόπο, ο Γαβράς συνδέει τη γέννηση του Ηλία στην παραλία των γυμνών με το προσωρινό του μάλλινο και καλοραμμένο διαβατήριο, αφού τα εφόδιά του είναι πενιχρά και τα χαρτιά του ανύπαρκτα. Η γέφυρά του είναι ένας μάγος που συνάντησε στη Κρήτη. Με το αθώο του μυαλό και την πρόθυμη καρδιά ενός Τσάπλιν και Κίτον, ο Ηλίας πιστεύει πως θα βοηθηθεί από ένα θαύμα, αλλά ο καπνός που του πετάει ο ταχυδακτυλουργός γίνεται το πιο χρήσιμο και βίαιο μάθημα που παίρνει, αφού ο μάγος είναι ο μόνος άνθρωπος στον οποίο πίστεψε πραγματικά.

Το σενάριο είναι ζωντανό και σχεδόν τέλεια συμπληρωμένο από όλες τις παραμέτρους που φτιάχνουν το προφίλ ενός μοντέρνου κυνηγημένου. Ο Γαβράς έβαλε την καρδιά και τη μαγεία, φτιάχνοντας μια ταινία, με ένα τεράστιο, υγιές ερωτηματικό να σχηματίζεται κάτω από τη δοξασμένη Αψίδα του Θριάμβου. All symbols down.