Αν και το νέο τους περιβάλλον είναι λιγότερο πολυτελές απ’ ό,τι περίμεναν, όλοι αλλάζουν για πάντα μέσα από τις κοινές τους εμπειρίες, ανακαλύπτοντας πως η ζωή και ο έρωτας μπορούν να ξεκινήσουν από την αρχή, όταν αφήνεις πίσω το παρελθόν.
Σε μια έξυπνη ανατροπή του αναμενόμενου δράματος της κλισέ (αλλά και τόσο πετυχημένης) κινηματογραφικής σχέσης μεταξύ αλαζόνων αποικιοκρατών Άγγλων και πρόθυμων, σκλαβωμένων Ινδών, όπως το έχουμε δει πολλές φορές σε φιλόδοξες ταινίες εποχής, από τα χειροποίητα έπη των Μέρτσαντ / Άιβορι / Τζαμπβάλα μέχρι το αξεπέραστο Πέρασμα στην Ινδία του Ντέιβιντ Λιν, το Εξωτικό Ξενοδοχείο Μάριγκολντ του Τζον Μάντεν προσφέρει μια σπουδή πολλών χαρακτήρων σε στυλ τηλεοπτικής δραματικής κομεντί με κινηματογραφική πλοκή, διατηρώντας πάντα τη βρετανική ματιά. Οι ένοικοι του καμουφλαρισμένου οίκου ευγηρίας καλύπτουν ένα δειγματοληπτικό, δραματουργικά ικανοποιητικό φάσμα: δύο χήρες με διαφορετική στάση ζωής, ένας ομοφυλόφιλος δικαστής που ψάχνει τον εραστή της νιότης του, μια άρρωστη ρατσίστρια, ένα ζευγάρι που φαγώνεται, ένας σιτεμένος ερωτύλος αλλά και ο νεαρός διευθυντής του ξενοδοχείου (ο Ντεβ Πατέλ) που καταπιέζεται από τη δεσποτική και παραδοσιακή μάνα του. Οι συνταξιούχοι δεν έχουν μέλλον στο βρετανικό σύστημα «απόσυρσης». Άλλοι παθαίνουν αλλεργία στη χώρα, ενώ μερικοί από αυτούς αγκαλιάζουν τα χρώματα και τις μυρωδιές, αυτό που ο Τομ Γουίλκινσον στην ταινία πολύ σωστά λέει, «ότι οι Ινδοί θεωρούν τη ζωή προνόμιο και όχι δικαίωμα». Σε ένα φιλόξενο αχούρι κάπου στην Τζαϊπούρ, το πολύβουο κέντρο του Ρατζαστάν, όπου η τεχνολογία φυτρώνει μέσα από την αιώνια σκόνη, οι πρώην κατακτητές μιας αχανούς χώρας οφείλουν να κολυμπήσουν, ο καθένας με ξεχωριστό τρόπο, μαζί με το κύμα, αλλιώς θα πνιγούν. Χωρίς ουσιαστική επιλογή επιστροφής στη χώρα τους, αντιλαμβάνονται διαφορετικά τις δυνατότητες και κυρίως τη δύναμη του χρόνου, σε πείσμα της κοινωνίας που τους έθεσε στο παραγωγικό περιθώριο. Σαφώς ανώτερο από το σκόρπιο Eat, Pray, Love, το Εξωτικό Ξενοδοχείο με σήμα τη μαργαρίτα δεν νομίζω πως πασχίζει να κρύψει την επιδερμική προσέγγιση στο θέμα. Με τη δύναμη των πρωταγωνιστών, ιδίως της Ντεντς, του Γουίλκινσον και του Νάι, αποφεύγει τις οφθαλμοφανείς τουριστικές παγίδες, σαν ένα καλοστημένο sitcom για ταξιδιώτες με καρδιά.